Διάλογος

Μπορείτε να στείλετε κείμενα-προτάσεις στην ηλεκτρονική διεύθυνση antarsya.dialogos@gmail.com 




Κείμενο #17 , Από τους σφσες/σφους Ορέστη Speyer, Βαγγέλη Μακρή, Χρήστο Νάκο (ΤΕ Βύρωνα-Παγκρατίου- Καισαριανής), Γιώργο Αλεβίζο (ΤΕ Περιστερίου), Φώτη Γκουλιούμη, Γιάννη Μάντζαρη, Δημήτρη Πλώτα, Μιχαήλ Ταβλαδοράκη (ΤΕ Εξαρχείων), Δήμος Έξαρχος, Αδριανή Προκόπη, Χρήστο Στεντούμη (ΤΕ Καλλιθέας-Μοσχάτου), Βασίλη Καρακούση (ΤΕ Μαρουσίου-Πεύκης-Κηφισιάς), Νίκο Κεχαγιόγλου (ΤΕ Ν.Ιωνίας-Ν.Χαλκηδόνας), Μαρία Κωστάρα (ΤΕ Ιωαννίνων), Κων/νο Μπακογιάννη, Φαίδωνα Παπαδημούλη (ΤΕ Χαλανδρίου-Βριλησσίων-Ν.Ψυχικού), Ναταλία Μπερσή (ΤΕ Ν.Ηρακλείου-Λυκόβρυσης), Γιάννη Μπούρδαλη, Διονύση Ρεβήσιο (ΤΕ Ζωγράφου), Συμεών Παλόγλου (ΤΕ Νίκαιας Κορυδαλλού), Σπύρο Παναγιώτου (ΤΕ Ν.Σμύρνης - Π.Φαλήρου)
Η επερχόμενη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνιστά πράγματι ένα σημαντικό γεγονός για την αντικαπιταλιστική αριστερά ειδικά, την Αριστερά συνολικά, και με προσδοκίες να επιδράσει καταλυτικά στην κοινωνία γενικότερα. Πέρα από το θετικό περιεχόμενο της κίνησης καθ’ εαυτής, είναι ζωτικό τα πρώτα οργανωτικά βήματα του εγχειρήματος να γίνουν προς μια σωστή και δημοκρατική κατεύθυνση, επιχειρώντας να υπερβούν προβλήματα οργάνωσης των αριστερών ρευμάτων και σχηματισμών ιστορικά, καταλήγοντας στην υλική επίτευξη του «για μια άλλη αριστερά και όχι άλλη μία αριστερά».
Στο πνεύμα αυτό η κριτική και η αυτοκριτική συνιστούν αναγκαίο βήμα, μακριά από λογικές ωραιοποίσης καταστάσεων ή διόρθωσής τους με νέα λάθη. Η κριτική δεν είναι μηδενισμός, αλλά αντίθετα καταστατική αρχή που αναδεικνύει το ειλικρινές ενδιαφέρον και τη διάθεση για την εξέλιξη του μορφώματος όπως και την ελπίδα για ένα θετικό προχώρημα. Να δούμε κριτικά γιατί η διαδικασία οργανωτικής συγκρότησης καθυστέρησε χαρακτηριστικά, καθώς και γιατί γίνονται τελικά διεργασίες σχεδόν βεβιασμένες, με επικυρωτικό κυρίως χαρακτήρα των κειμένων και αναιρώντας στην πράξη τα όσα ειπώθηκαν για προσυνδιασκεψιακές διαδικασίες το καλοκαίρι και το Σεπτέμβριο, καθιστώντας την προσυνδιακεψιακή πορεία τουλάχιστον λειψή.
Για εμάς βασικό διακύβευμα της πρώτης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένας διπλός πολιτικός στόχος. Είναι καταρχήν η ενδυνάμωση και η συγκρότηση του πολιτικού μορφώματος στην κατεύθυνση οικοδόμησης μιας νέας αριστερής πρότασης. Μιας πρότασης η οποία θα ενσωματώνει δημιουργικά τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που διαμορφώνονται στην συγκυρία, λαμβάνοντας υπ’όψιν την εμπειρία, των παρεμβάσεων, των κινηματικών διαδικασιών, νέων μορφών αμεσοδημοκρατικής οργάνωσης. Κατά δεύτερον είναι η διαμόρφωση από την πλευρά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς εκείνης της στρατηγικής και τακτικής προκείμενου το κίνημα να υπερβεί το επίπεδο μιας διαμαρτυρίας και να μετασχηματιστεί σε ένα κίνημα οικοδόμησης μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας με αντικαπιταλιστικό ορίζοντα.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο αποδόμησης στο ιδεολογικό-πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο όλων εκείνων των σταθερών σημείων τα οποία σηματοδοτούσαν την λαϊκή συναίνεση. Η απαξίωση από την πλευρά της κοινωνίας του πολιτικού συστήματος, και όψεων του οικονομικού συστήματος διαμορφώνουν το βασικό πλαίσιο εντός του οποίου καλούμαστε να συζητήσουμε την στρατηγική και την τακτική της παρέμβασης μιας αντικαπιταλιστικής λογικής.
Σε αυτό το έδαφος προϋπόθεση για να μπορεί οποιαδήποτε αντίληψη να σταθεί στο πεδίο του κοινωνικού διαλόγου είναι όχι μόνο η περιγραφή των διακηρυκτικών στόχων, αλλά και μια σαφής πρόταση για τα βήματα μέσα από τα οποία μπορεί μια τέτοια διαδικασία να προχωρήσει. Είναι κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι βερμπαλισμοί και οι γενικολογίες στην περίοδο αυτή είναι από χέρι χρεοκοπημένοι. Για τον λόγο αυτό η διαμόρφωση των μεταβατικών στόχων πάλης από πλευράς ΑΝΤΑΡΣΥΑ (παύση πληρωμών, διαγραφή χρέους, έξοδος από ΟΝΕ, ρήξη με την ΕΕ, κρατικοποίηση τραπεζών) αποτέλεσε μια κίνηση η οποία κατάφερε να μεταδώσει τον λόγο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε πιο πλατιά τμήματα της κοινωνίας. Είναι βασικό έλλειμμα του πολιτικού κειμένου της συνδιάσκεψης ότι αυτό που χαρακτηρίζουμε ως μεταβατικό πρόγραμμα πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση παραμένει περισσότερο στο επίπεδο κάποιων σημείων, παρά βαθαίνει στην επεξεργασία του προκειμένου να μετατραπεί όντως σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας συνολικής πρότασης, που θα απαντά σε πραγματικές αγωνίες, προβλήματα του λαού και θα έχει επεξεργασμένες θέσεις σε διάφορες θεματικές (εκπαίδευση, δημόσιο, οικονομία κλπ). Αν θέλει κανείς πραγματικά να παλέψει τους μεταβατικούς στόχους που έχουν διατυπωθεί θα πρέπει να βαθύνει τον διάλογο και τις επεξεργασίες, προκείμενου να μπορεί να σταθεί και να αποκρούσει την κριτική που γίνεται από το αστικό πολιτικό προσωπικό διευρύνοντας την επιρροή του στο κοινωνικό πεδίο.
Το δεύτερο ελλειμματικό σημείο ως προς το πολιτικό κείμενο είναι η απουσία μιας συγκεκριμένης πρότασης για το πως μπορεί να υλοποιηθεί μια στρατηγική συγκρότησης εκείνου του κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος για την ανατροπή του μνημονίου, της κυβέρνησης ΕΕ ΔΝΤ. Στην συγκυρία που διανύουμε, δικαιώνεται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική κριτική που ασκούσε η αντικαπιταλιστική αριστερά τόσο στην ΕΕ, όσο και στο σύνολο των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού και στις αντινεοφιλελεύθερες πολιτικές αυταπάτες. Αντίθετα η εκδοχή μιας διαχειριστικής, φιλοευρωπαϊκής αριστεράς η οποία δεν αμφισβητεί βασικά σημεία τα οποία αποτελούν πυρήνα της κρίσης, μολονότι φαίνεται να ενισχύεται δημοκοπικά, διαρκώς συμπιέζεται ως προς την δυνατότητα εκφοράς μιας εναλλακτικής στρατηγικής. Η δυνατότητα διεμβόλησης από πλευράς μας ενός αριστερού ή μη δυναμικού στην συγκυρία που διανύουμε είναι πρωτοφανής, γεγονός το οποίο αναδεικνύεται τόσο στις κινηματικές διαδικασίες, όσο και στις τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Δεδομένης αυτής της πραγματικότητας θεωρούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει να αναλάβει μια σειρά πολιτικές πρωτοβουλίες.
Σε ένα πρώτο επίπεδο οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν να κάνουν με την κοινή δράση. Θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η κατοχύρωση της κοινής δράσης σε επίπεδο γειτονιών και εργασιακών χώρων, λαϊκών συνελεύσεων, επιτροπών αγώνα και ζητημάτων, όπως το θέμα των χαρατσιών στην λογική της έμπρακτης αμφισβήτησης του μνημονίου και της ανατροπής των μέτρων. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να διερευνηθούν μορφές-δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης οι οποίες θα απαντούν από την δική μας πλευρά στην ήδη εξελισσόμενη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του λαού.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο θεωρούμε απαραίτητο βήμα στην κατεύθυνση της συγκρότησης ενός ρεύματος ανατροπής της κυβέρνησης, τρόικας και του μνημονίου, την οικοδόμηση ενός αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ένα μέτωπο που αντιλαμβανόμενο τις δυνατότητες που ανοίγονται αλλά και τις απαιτήσεις της συγκυρίας δεν θα αναπαράγει τις κλασσικές παθογένειες της αριστεράς. Ένα μέτωπο που:
• Πρωτίστως θα εδράζεται σε κοινές πρωτοβουλίες στο επίπεδο της βάσης διαμορφώνοντας τους όρους ενός πραγματικού μαζικού ριζοσπαστικού αριστερού μετώπου αντίστασης και όχι σε μια κεντρική συμφωνία που εξαντλείται στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών. Μολονότι ο ιστορικός χρόνος είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένος και οι πρωτοβουλίες πρέπει να παρθούν άμεσα, δεν θα πρέπει να λησμονείται αυτή η παράμετρος διότι καθορίζει όχι μονάχα την δυναμική αλλά και την ίδια την πολιτική φυσιογνωμία μιας τέτοιας πρότασης
• Δεν θα μπαίνει στην λογική της μίνιμουμ πολιτικής πλατφόρμας, στην λογική της παναριστεράς, αλλά αντίθετα θα θέτει εκείνο το πολιτικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να βάλει στο έδαφος της κοινωνίας τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές που διαφοροποιούν μια ριζοσπαστική αντίληψη από τη συνδιαχείρηση σκιαγραφώντας και μια πορεία η οποία ανοίγει άλλους δρόμους και προοπτικές. Οι γραμμές αυτές που θέτουν το όριο μιας τέτοιας πρότασης είναι οι βασικοί άξονες που ρητά έχει θέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μεταβατικούς στόχους πάλης.
• Δεν θα φοβάται να ανοιχτεί σε δυνάμεις οι οποίες αποδεσμεύονται είτε από τον ρεφορμισμό είτε από τα αστικά πολιτικά κόμματα και θα βάζει μια τακτική ενσωμάτωσής τους σε μια αντικαπιταλιστική στρατηγική. Που δεν θα επενδύει στον διαχωρισμό, αλλά επιθετικά θα επάγει πιέσεις στην υπόλοιπη αριστερά τόσο στις ηγεσίες όσο και στην βάση της.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να κινηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο χρονικό διάστημα αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για συγκρότηση μετώπου απευθυνόμενη σε όλες τις δυνάμεις που μπορεί εν δυνάμει να έρχονται σε ρήξη με τις λογικές της συνδιαχείρησης και του φιλο-ευρωπαϊσμού από την πλευρά της αριστεράς. Στη βάση του μεταβατικού προγράμματος πάλης θα πρέπει να απευθυνθούν καλέσματα σε δυνάμεις και αγωνιστές της αριστεράς. Τέτοιες δυνάμεις έχουν ήδη διαφανεί σε κομμάτια τόσο υφιστάμενων πολιτικών ρευμάτων και οργανώσεων αλλά και σε ένα αποστρατευμένο και μη κόσμο της κοινωνικής αριστεράς ο οποίος αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι η απάντηση της κυρίαρχης αριστεράς δεν μπορεί, αλλά ούτε και θέλει να πυροδοτήσει εκείνες τις διεργασίες ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής• αντίθετα θέλει να ενσωματώσει την δυσαρέσκεια είτε με εκλογικούς όρους, είτε με όρους διαχείρισης μιας «εναλλακτικής» εξουσίας στα πλαίσια του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Μολονότι είναι πραγματικό ότι το έδαφος, στο επίπεδο των ηγεσιών δεν φαίνεται ιδιαίτερα ελπιδοφόρο για τέτοιες πρωτοβουλίες, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι το θέμα τίθεται αντικειμενικά από ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου της αριστεράς (σε πολλές περιπτώσεις με έναν αντιφατικό τρόπο), και το γεγονός αυτό αντανακλά ένα πολιτικό έλλειμμα και μια αναγκαιότητα στην συγκυρία που διανύουμε.

Οργανωτική πρόταση
Όσον αφορά το ζήτημα του οργανωτικού είναι αντιληπτό ότι η οργανωτική δομή δεν μπορεί να υπερβεί την πολιτική πραγματικότητα, ούτε να επιλύσει τα ανοιχτά πολιτικά προβλήματα που ενυπάρχουν στο εσωτερικό μας. Ωστόσο η οργανωτική δομή μπορεί στην βάση μιας δεδομένης πραγματικότητας είτε να βοηθά την εξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς έναν αυτόνομο πολιτικό φορέα, είτε να επικυρώνει και να μονιμοποιεί μια λειτουργία που δίνει έμφαση στο επίπεδο μιας κεντρικής συνεννόησης. Μολονότι η μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια κατεύθυνση η οποία δεν εξαντλείται στο διήμερο μιας συνδιάσκεψης, θεωρούμε ότι στον βαθμό που η κατεύθυνση εξακολουθεί να είναι η συγκρότηση ενός αυτοτελούς πολιτικού φορέα, με ρεύματα και οργανώσεις στο εσωτερικό του, η πρόταση για το οργανωτικό δεν καλύπτει βασικούς όρους και προϋποθέσεις για την συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού, αριστερού φορέα με δημοκρατική λειτουργία ο οποίος θα αναδιατάξει το τοπίο στην αριστερά και συνολικότερα στην κοινωνία.
Η οργανωτική πρόταση συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι, μια πρόταση με σημεία ωφέλιμα για το μέλλον του εγχειρήματος (έννοια μέλους, πνεύμα συνδιαμόρφωσης, αποφασιστικός χαρακτήρας-λειτουργία τοπικών/κλαδικών επιτροπών, συχνότητα συνδιάσκεψης κ.α.), αλλά και φανερές ελλείψεις και ασάφειες, που τείνουν να ακυρώσουν την αποτελεσματική και πρωτοπόρα λειτουργία του μορφώματος σαν αυτοτελούς πολιτικού σχηματισμού. Αντιθέτως προάγεται μια ιδιότυπη αυτοτέλεια με λογικές σφιχτής οργάνωσης στην κορυφή και αναπαραγωγής μιας χαλαρής βάσης. Στην πρόταση απουσιάζει κραυγαλέα η σχέση αλληλοκαθορισμού βάσης και κορυφής, Τοπικών/Κλαδικών Επιτροπών (ΤΕ/ΚΕ) και Κεντρικών οργάνων. Δεν προβλέπεται καμία διαδικασία βάση της οποίας, οι αποφάσεις των τοπικών επιτροπών θα συμβάλουν στον πολιτικό διάλογο των κεντρικών οργάνων. Είναι ασαφές το που και πως εισακούγεται και προσμετράται ο πολιτικός λόγος, οι αποφάσεις, οι γόνιμοι προβληματισμοί και η μεταφορά εμπειριών από τη βάση για την χάραξη κεντρικών πολιτικών γραμμών από την κορυφή μέσα στην πορεία του χρόνου. Είναι αποθαρρυντικό για τον κόσμο που θέλουμε να δραστηριοποιηθεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να του ζητάμε ουσιαστικά να εκτελεί και να υπερασπίζεται πολιτικές, θέσεις και αποφάσεις για τις οποίες δεν έχει καν αρθρώσει λόγο.
Δεύτερο ζήτημα, η δημιουργία ενός οργάνου, του Πανελλαδικού Συντονιστικού με αόριστες αρμοδιότητες και μάλλον διακοσμητικό χαρακτήρα, που για κάποιο λόγο εκλέγεται από την Συνδιάσκεψη, το οποίο θα μπορούσε να συγκροτείται από αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους των Τοπικών και Κλαδικών Επιτροπών, ή και να έχει μια μεικτή σύνθεση απαρτιζόμενο τόσο από μόνιμα μέλη όσο και από αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, μεταφέροντας εμπειρίες, αντιλήψεις, το κλίμα των πολιτικών ζυμώσεων-αποφάσεων της βάσης και καθιστώντας το έτσι ένα πολύ πιο «ζωντανό» όργανο• με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί μια διαδραστικότερη και κατ’ επέκταση γονιμότερη σχέση ΤΕ/ΚΕ και ΚΣ.
Τρίτο ζήτημα αποτελεί η εκλογή της κεντρικής συντονιστικής επιτροπής (ΚΣΕ). Η πρόταση εκλογής της ΚΣΕ από τη συνδιάσκεψη λιγότερο κατοχυρώνει την αδιαμεσολάβητη έκφραση του κόσμου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς το κεντρικό όργανο και περισσότερο επικυρώνει και επίσημα την υφιστάμενη λειτουργία. Ουσιαστικά εξουσιοδοτεί εν λευκώ την ΚΣΕ μεταξύ των δυο συνδιασκέψεων να αποφασίζει χωρίς να υπάρχει οποιουδήποτε τύπου ανάδραση. Πολιτικό κέντρο μεταξύ των συνδιασκέψεων θα πρέπει να είναι το Πανελλαδικό Συντονιστικό (ΠΣ) προκειμένου, στοιχειωδώς, ο διάλογος να ανοίγεται σε μαζικότερα όργανα και να εξασφαλίζεται η κατά το δυνατόν καλύτερη αντιπροσώπευση των διαφορετικών αντιλήψεων στο εσωτερικό μας. Στην βάση αυτή η ΚΣΕ θα πρέπει να εκλέγεται από το ΠΣ, το οποίο θα συνεδριάζει σε τακτική βάση (π.χ. δύο μήνες) και να αναλαμβάνει την υλοποίηση και την εξειδίκευση των αποφάσεων του.
Θεωρούμε ότι κεντρικό θέμα του οργανωτικού θα πρέπει να είναι η ανατροφοδότηση των κεντρικών οργάνων από τις τοπικές και κλαδικές επιτροπές. Θα πρέπει να διαμορφωθούν δικλείδες, προκειμένου οι αποφάσεις, η παρέμβαση, οι προβληματισμοί και οι εμπειρίες από το επίπεδο της βάσης να διασφαλίζεται ότι θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής συζήτησης στα κεντρικά όργανα και τη χάραξη κεντρικής πολιτικής γραμμής
Στην λογική αυτή η οργανωτική πρόταση θα πρέπει να κατοχυρώνει:
• την λειτουργία των κλαδικών επιτροπών για τον συντονισμό της δράσης και την επεξεργασία θέσεων στο επίπεδο των χώρων εργασίας
• την εκλογή της ΚΣΕ από το Πανελλαδικό Συντονιστικό, με κέντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων το ίδιο το ΠΣ.
• τη δυνατότητα αιρετών και ανακλητών εκπροσώπων ΤΕ/ΚΕ να παρακολουθούν να τοποθετούνται και να θέτουν θέματα στα κεντρικά όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεταφέροντας τις αποφάσεις των συνελεύσεων των ΤΕ/ΚΕ.
• τη δυνατότητα ανάκλησης απόφασης των κεντρικών οργάνων από τις τοπικές επιτροπές. Στον βαθμό που το 1/2 των τοπικών επιτροπών διαφωνούν με την απόφαση των κεντρικών οργάνων, οι αποφάσεις τους ανακαλούνται και συγκαλούνται εκ νέου διαδικασίες των οργάνων αυτών.
• τη δυνατότητα ΤΕ/ΚΕ να συγκαλούν έκτακτη συνδιάσκεψη με βάση αποφάσεις τους ή μέρους συντρόφων π.χ. μετά από αίτημα του 1/5 των τοπικών επιτροπών ή συντρόφων.
• τη σύγκλιση θεματικών συζητήσεων σε ζητήματα ευθύνης ΤΕ/ΚΕ με τα κεντρικά όργανα για την διαμόρφωση των βασικών επιλογών παρέμβασης σε κάθε χώρο.
• καθιέρωση εσωτερικού εντύπου και ιστολογίου στο οποίο θα αναρτώνται οι αποφάσεις των συνελεύσεων των ΤΕ/ΚΕ προκειμένου να κατοχυρωθεί η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ των επιτροπών και των μελών.
• την κατοχύρωση του ρόλου της πανελλαδικής συνδιάσκεψης, ως ανώτατου οργάνου και με ρητές αρμοδιότητες, ως εκείνο όργανο που εκτιμά την περίοδο, ορίζει την στοχοθεσία, συζητά και αποφασίζει για τους κεντρικούς πολιτικούς άξονες τα ζητήματα προγραμματικών αρχών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την συνολικότερη στρατηγική φυσιογνωμία του μετώπου.
• διασφάλιση της πολύπλευρης εκπροσώπησης όλων των αντιλήψεων με δικλείδες για την εκπροσώπηση ανένταχτου δυναμικού
Τελικά, το οποιοδήποτε μοντέλο που επιλέγεται και προτείνεται, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο κανείς αντιλαμβάνεται την προοπτική του μορφώματος αλλά και το ίδιο το ερώτημα της αριστεράς. Σε μια εποχή που ανοίγουν διευρυμένα σε κόσμο, όχι μόνο οι δυνατότητες, αλλά και τα ερωτήματα, για το ποια αριστερά, ποιος είναι ο σύγχρονος σοσιαλισμός και κομμουνισμός, ποια η αποτίμηση της πρακτικής των τελευταίων δεκαετιών• η δική μας αντικαπιταλιστική σύγχρονη αριστερά, δεν μπορεί να οχυρώνεται και να κλείνει τον διάλογο σε σφιχτές διαδικασίες, αντίθετα θα πρέπει να ακούσει να επηρεαστεί για να καταφέρει να εκφράσει τελικά ένα ευρύτερο δυναμικό. Ο διάλογος θα πρέπει να είναι ανοιχτός και είναι καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να τον ενθαρρύνει, να τον αφουγκραστεί, να τον εκτιμήσει και να τον ενσωματώσει δημιουργικά.
Αντιλαμβανόμαστε ότι στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης σε μια σειρά ζητημάτων υπάρχει κοινός τόπος με οργανωμένες και μη δυνάμεις. Θεωρούμε χρήσιμο και πάρα πολύ ουσιαστικό πέρα από μια συλλογική τοποθέτηση που περιγράφει το παρόν κείμενο, στα ζητήματα αυτά, να συνδιαμορφωθούν προτάσεις οι οποίες να κατατεθούν προς ψήφιση στην διαδικασία της συνδιάσκεψης.
Κλείνοντας, είναι προφανές, ότι η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας είναι αρκετά ρευστή και πρωτόγνωρη. Η ενδυνάμωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο εσωτερικά στο επίπεδο της δημοκρατίας και των δομών, όσο και εξώστρεφα, με την διαμόρφωση πολιτικών πρωτοβουλιών που θα φέρουν την αντίληψή μας στο προσκήνιο είναι τα επίδικα της συνδιάσκεψης. Δυστυχώς ο ιστορικός χρόνος είναι πολύ συμπυκνωμένος και «τρέχει» με ρυθμούς που δεν έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε. Θα πρέπει σε αυτή τη συνδιάσκεψη να τολμήσουμε να υπερβούμε τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούσαμε στο παρελθόν, για να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην οικοδόμηση μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα καταφέρει να ανατρέψει την σημερινή πραγματικότητα και να ανοίξει τους ορίζοντες για τη συνολική ανατροπή. Η επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επόμενη μέρα περνά μέσα από το πρωτοπόρο πολιτικό πρόγραμμα, πρωτοβουλίες και δράση καθώς και τη βαθιά δημοκρατική λειτουργία.






Κείμενο #16 , Από τους σφσες/σφους Ελένη Δούνα, Κώστα Ποδιά, Μαρία Τσιούρβα, Αλέξανδρο Φλωριώτη (ΤΕ Πάτρας), Δημήτρη Κανελλή (ΤΕ Βόλου), Νατάσσα Προκόπη (ΤΕ Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης), Χρήστο Σερετίδη (ΤΕ Ν.Φιλαδέλφειας-Ν.Ιωνίας), Παγώνα Στόμη (ΤΕ Αμπελοκήπων - Γκύζη - Πολυγώνου), Λάμπρο Χήτα (ΤΕ Γαλατσίου - Κυψέλης - Πατησίων) 




ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ 
Διανύουμε μία εκρηκτική περίοδο όπου οι κοινωνικές αντιφάσεις οξύνονται στον μέγιστο βαθμό. Η τύχη, (δηλαδή η συσσώρευση του δυναμικού όλων των ενεργών αντιθέσεων σε μια και μόνη χρονική στιγμή), παίζει πάντα παράξενα παιχνίδια και ανακατεύει αναπάντεχα τους νόμους της ιστορικής κίνησης. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι οι νόμοι εξυπηρετούν ταυτόχρονα ποικίλες και συχνά αλληλοαναιρούμενες αναγκαιότητες.
Α. Γ ΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Αντικειμενικά η τεράστια και πρωτοφανής συγκέντρωση του λαού στους δρόμους της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας για δυο συνεχόμενες ημέρες (19-20/10) αποτελεί ένα ανεπανάληπτο πολιτικό γεγονός με τεράστια ιστορική δυναμική. Αποτελεί μια σημαντική νίκη των λαϊκών δυνάμεων, της τεράστιας πλειοψηφίας των απλών, ειρηνικών και εργαζόμενων ανθρώπων, απέναντι σε μια σιδηρόφρακτη απομειούμενη και «στείρα» πολιτική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή όμως δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός πως αυτή η ίδια η εξουσία αναπαράγει το αποτρόπαιο πρόσωπό της θερίζοντας την βία και τον φόβο που η ίδια σπέρνει. Σήμερα το λαϊκό κίνημα μετράει όχι μόνο την δυναμική μιας καθολικής άρνησης της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά και την διάλυση των συγκεντρώσεών του από τις δυνάμεις καταστολής, τον θάνατο ενός αγωνιστή από τον χημικό πόλεμο του κράτους, τον σοβαρό τραυματισμό δεκάδων άλλων, την θηριώδη και δολοφονική οργή μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, το γενικευμένο πολιτικό αδιέξοδο της αριστεράς. Αυτή μάλιστα η αντίφαση οξύνεται στο μέγιστο βαθμό, γίνεται κυρίαρχη.
Έχουμε την τύχη και την ατυχία να βρισκόμαστε στην αρχή μιας καινούργιας ιστορικής περιόδου και να ζούμε ζαλισμένοι την βίαιη εκκίνηση μιας νέας «Νεότερης Ιστορίας» του λαού μας που ψάχνει να βρει τα βήματά του για να αποδράσει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της ΕΕ, των τραπεζών και του Ευρώ και να απεξαρτηθεί από τις δηλητηριώδεις δόσεις των μνημονίων. Το παλιό πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται παράγοντας τον ενοχλητικό θόρυβο μιας πολιτικής βαβυλώνιας που καταρρέει. Η ρητορεία των πάλε ποτέ κραταιών εκπροσώπων της αστικής κυριαρχίας, του πρωθυπουργού, των αντιπροέδρων της κυβέρνησής του, όλων των πρωτοπαλίκαρων της τηλεοπτικής δημοκρατίας, μεταλλάσσονται σε κοάσματα βατράχων και σε άναρθρες και μεταξύ τους αλληλοδιαψευδούμενες εξαγγελίες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι τράπεζές τους, υποτιθέμενοι εγγυητές της «Ισχυρής Ελλάδος», μεταλλάσσονται σε φθηνούς τοκογλύφους εκβιαστές που εποφθαλμιούν το δημόσιο και φυσικό πλούτο της χώρας, τους μισθούς των εργαζομένων, τις συντάξεις των ηλικιωμένων, τα δικαιώματα της νεολαίας, προκειμένου να εκτονώσουν τα αποτελέσματα μιας «κρίσης» που συνεχώς βαθαίνει.
Το συμβολικό «όλο» του ιστορικού αλλά και νεότερου ΠΑΣΟΚ γυρνά σαν πολιτικό ζόμπι στις τηλεοράσεις αναζητώντας την αιμοδοσία νέων εθνικών συναινέσεων για να συντηρήσει την φθίνουσα εξουσία του. Άλλοτε με απειλές απέναντι στους 153 εναπομείναντες βαστάζους τους και άλλοτε με επικλήσεις απέναντι στους «συνοδοιπόρους» της πολιτικής εξουσίας ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου παρακαλούν για τις πολιτικές ενισχύσεις, τις οποίες όμως δεν βρίσκουν! Το γεγονός όμως πως όλοι όσοι κάθισαν στο τραπέζι των «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ» δεν προστρέχουν προς στήριξη και συμπαράταξη των εφεδρειών τους στην κυβέρνηση, είναι απλά γιατί αυτές δεν υπάρχουν, γιατί μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί και κάτω από το βάρος των αντιφάσεων της ίδιας της αστικής στρατηγικής. Τα ίδια τα κυβερνητικά υπουργεία, οι μηχανισμοί του κράτους όπου οργανώνεται η αστική κυριαρχία και κρατική εξουσία, καταλαμβάνονται από τους εργαζομένους που μέχρι πρότινος η κυβέρνηση προσμετρούσε στον μηχανισμό της και μπαίνουν και αυτά σε έναν γενικευμένο κύκλο πολιτικής ανυπακοής και παράλυσης. Σε αυτήν την συγκυρία η πολιτική απομόνωση του κυβερνητικού κέντρου είναι πλέον απόλυτη!!
Όμως σήμερα και παρόλο αυτόν τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, την απόλυτη παράλυση της καπιταλιστικής μηχανής από μια καθολική πολιτική απεργία των εργαζομένων αλλά και των καταστηματαρχών, την κατάληψη των υπουργείων της κυβέρνησης, την γενίκευση της πολιτικής και κοινωνικής ανυπακοής, την στάση πληρωμών του λαού προς τους τοκογλύφους και τα χαράτσια τους, την απόλυτη πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης, εντούτοις! αυτή παραμένει.
Ενώ αυτή η κυβέρνηση δέχεται συντριπτικά πολιτικά πλήγματα, από τυπική άποψη δεν πέφτει.
Μάλιστα όχι μόνο δεν πέφτει αλλά φαίνεται να κερδίζει ορισμένο πολιτικό χρόνο εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη που να επιθυμεί να την ρίξει. Η Πλατεία Συντάγματος που για δύο περίπου μήνες αναδείχθηκε από συμβολική άποψη στο επίκεντρο της ταξικής πολιτικής αναμέτρησης, αντί να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης του πολιτικού αγώνα μετασχηματίστηκε σε αποτρόπαιο πεδίο μάχης μεταξύ δύο πολιτικών χώρων με σκοπό την συμβολική κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στο λαϊκό κίνημα, επιδεικνύοντας αμοιβαία απόλυτο κυνισμό, ελιτισμό και αδιαφορία για τις τεράστιες μάζες λαού που συμμετείχαν και πρόσφεραν τον εαυτό τους στον αγώνα αυτό.
Οι ευθύνες της αριστεράς στο αποτέλεσμα αυτό είναι τεράστιες, εφόσον αυτή είναι οργανωμένος πολιτικός χώρος που υποτίθεται ότι επιθυμεί να παράγει γραμμή για τις μάζες και να παίρνει πρωτοβουλίες με τρόπο γειωμένο και λαϊκό.
Β. Γ ΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
Για να μπορέσουμε ίσως να κατανοήσουμε την περίοδο στην οποία ζούμε θα πρέπει να σκεφτούμε ότι δυο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα συμβαίνουν και τα αρνητικά αποτελέσματα του ενός αναιρούν τα θετικά αποτελέσματα του άλλου. Από την μια μεριά διαμορφώνεται η θετική δυναμική της καθολικής πολιτικής αντίστασης του Ελληνικού λαού απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης, του ΔΝΤ και της ΕΕ, φαινόμενο που έγινε απολύτως αισθητό με το κίνημα των πλατειών. Ο λαός είναι στους δρόμους και επηρεάζει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Το φαινόμενο αυτό της αποφασιστικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η δυναμική του.
Από την άλλη μεριά όμως βρίσκεται σε εξέλιξη μια ιστορικής κλίμακας ήττα της αριστεράς. Η ήττα αυτή αφορά στην απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα και την νεολαία, η οποία εκφράζεται σε μια σειρά από διαστάσεις που κάθε μια από αυτές έχει την ιδιαίτερη σημασία της:
- Η υποχώρηση αναφορικά με τον ζωτικό χαρακτήρα για τις λαϊκές ανάγκες της ύπαρξης και προστασίας της σφαίρας των δημόσιων αγαθών. (απονομιμοποίηση των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων, απονομιμοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων και γενικά κάθε δημόσιας λειτουργιάς).
- Η υποχώρηση αναφορικά με την σημασία των συνδικάτων, των σωματείων, των συνεταιρισμών ως των αναγκαίων μορφών οργάνωσης των υποτελών τάξεων προκειμένου στην κατοχύρωση και διεύρυνση των ζωτικών εργασιακών δικαιωμάτων του λαού (κρατικοποίηση του συνδικαλισμού, οικονομισμός, αναχωρητισμός κλπ.)
- Η υποχώρηση αναφορικά με την πίστη των λαών στην δυνατότητά τους να υπερασπίζονται την εθνική τους ανεξαρτησία και να μπορούν να δημιουργούν στην χώρα τους κοινωνικά συστήματα με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία, σε ρήξη με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. (φετιχοποίηση του σοβιετικού πειράματος, έλλειψη αυτοκριτικής αναφορικά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, υποτίμηση άλλων εκδοχών ριζοσπαστικού κοινωνικού μεταρρυθμισμού)
Προφανώς το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι από πολιτική άποψη αντικειμενικό. Μια τεράστια συντηρητική ιδεολογική επίθεση έχει ενισχύσει αυτό το αποτέλεσμα. Όμως αυτή η επίθεση δεν είναι αρκετή από μόνη της για να παραχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Το καθοριστικό είναι ότι η αριστερά αποδέχτηκε αυτό το αποτέλεσμα, το ενσωμάτωσε ως υπαρξιακό χαρακτηριστικό και το μεγιστοποίησε. Σε τελευταία ανάλυση το καθοριστικό είναι ότι η ίδια η αριστερά αποτελεί μέρος μιας ολότητας καθορισμών μέσα από τους οποίους εμφανίζεται η συστημική κυριαρχία του κεφαλαίου. Τι άλλο είναι σε τελευταία ανάλυση ο κατακερματισμός της αριστεράς σήμερα, ακριβώς μπροστά στην πιο μεγάλη υπαρξιακή της πρόκληση, στην πιο σκληρή επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στις λαϊκές τάξεις;
Είναι σαφές πως καμία από τις εκδοχές της αριστεράς που διαθέτουμε σήμερα δεν μπορούν να συναντηθούν με τα ζωτικά συμφέροντα και τις ανάγκες των λαϊκών μαζών χωρίς ουσιώδεις ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς, πολιτικές τομές και υπερβάσεις.
- είτε στην εκδοχή της φιλοευρωπαϊκής πρότασης και της κοινωνικά ήπιας κυβερνητικής εφεδρείας
- είτε στην εκδοχή των κομματικοποιημένων κινημάτων και της υπερβατικής μελλοντολογίας θεολογικού χαρακτήρα που τελικά οδηγεί σε κοινωνική υποχώρηση και συντηρητισμό
- είτε στην εκδοχή της αυτοπεριχαράκωσης, του αγωνιστικού βερμπαλισμού, της αυτοαναγόρευσης σε επαναστατικό πόλο και της μεταφυσικής αντίληψης του πολιτικού προγραμματισμού, όπου τα ζητούμενα τίθενται ως προϋποθέσεις
σε όλες αυτές τις εκδοχές η αριστερά αποτελεί υλική έκφραση της συστημικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Άλλωστε είναι προφανές πως δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση στα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα μια αφήγηση που να μεταφέρει την επίλυση των προβλημάτων του λαού σε ένα σοσιαλιστικό υπερμέλλον όταν στην καθημερινότητα συντελείται ο οικονομικός, πολιτικός και πολιτισμικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση η συνδιαχείριση των αντιφάσεων της αστικής κυριαρχίας και το παζάρι γύρω από τους ρυθμούς με τους οποίους η κρίση θα καταβροχθίζει τα λαϊκά δικαιώματα.
Η απόφαση των βασικών πόλων της αριστεράς να βρίσκονται εντός του κοινοβουλίου και να στηρίζουν συμβολικά την ακεραιότητα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος την ώρα που ψηφιζόταν το αποκρουστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στις 28-29/6, όπως επίσης και η απόφαση του ΚΚΕ να περικυκλώσει την βουλή (19-20/10) όταν ψηφιζόταν το πολυνομοσχέδιο, διατηρώντας όμως αλυσίδες απέναντι στις λαϊκές μάζες και όχι απέναντι στο αστικό κοινοβούλιο, αποδεικνύουν πως και αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα συνεχίζει να εξελίσσεται και δεν έχει φτάσει ακόμη στην μέγιστη δυναμική του.
Γ. ΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟ Γ ΙΑ ΤΗΝ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Ταυτόχρονα ένας άλλος προβληματισμός αντικειμενικά γεννιέται. Τι θα συμβεί όταν θα φτάσει στο όριό της η εξέλιξη αυτών των φαινομένων; Υπάρχει μεταξύ τους μια διασύνδεση και ποια είναι αυτή;
α) Η κρίση της αριστεράς θα τελειώσει όταν μεγιστοποιηθεί η δυναμική του λαϊκού κινήματος;
β) ή μήπως βρισκόμαστε στην συγκυρία μιας κρίσιμης χρονικής στιγμής, που εάν δεν μπορέσει η αριστερά να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αντιστρέψει αυτήν την διαδικασία της ήττας, τότε το λαϊκό κίνημα κινδυνεύει να υποστεί συντριπτικές ήττες σε πολιτικό επίπεδο και συνεπακόλουθα και σε κοινωνικό;
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και άλλα συνεπακόλουθα ερωτήματα:
Εάν ισχύει η δεύτερη πρόταση και εάν ταυτόχρονα η αριστερά τελικά δεν μπορέσει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και οι λαϊκές μάζες οδηγηθούν σε κοινωνική και πολιτική ήττα. Εάν κάτι τέτοιο τελικά συμβεί! μήπως τελικά αυτό θα έστρεφε μέρος των λαϊκών μαζών ενάντια στην αριστερά;
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα έδινε την δυνατότητα σε άλλους πολιτικούς χώρους έξω από την αριστερά να αναλάβουν πρωτοβουλίες μέσα στο λαϊκό κίνημα και να στοχοποιήσουν τη αριστερά;

Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα; Μήπως έχουμε αργήσει ήδη;
Προφανώς και η μεγάλη πλειοψηφία των ριζοσπαστών διανοουμένων αλλά και το ταξικό ένστικτο των εργαζομένων κατανοεί ότι η δεύτερη πρόταση είναι η σωστή. Προφανώς και μια λογική που δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό μέτωπο των λαϊκών αγώνων χωρίς να αντιλαμβάνεται την ανάγκη να προωθούνται ταυτόχρονα και εκείνοι (οι αναγκαίοι κάθε φορά) πολιτικοί όροι που να μπορούν να δώσουν στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων, οδηγούν με ακρίβεια τα λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στο περιθώριο ή ακόμη και στο στόχαστρο τμημάτων του λαϊκού κινήματος.
Τι θα συμβεί εάν τελικά οι λαϊκές μάζες συντριβούν, αλλά η αριστερά έχει κρατήσει την αγνότητά της; Μήπως όλη αυτή η κοινωνική δυναμική συγκεντρωθεί σε ανταγωνιστικούς με την αριστερά πολιτικούς χώρους; Τι θα σήμαινε για το λαϊκό κίνημα μια ενίσχυση του αναρχικού και του εθνικιστικού χώρου με την ταυτόχρονη συρρίκνωση της επιρροής της αριστεράς;
Δ. Γ ΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»
Μέσα από αυτό το σχήμα και με αυτό το κριτήριο, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την επίθεση των αναρχικών απέναντι στο ΚΚΕ. Η επίθεση αυτή είναι μέρος της συνολικής επίθεσης που γίνεται σήμερα προς την αριστερά. Η επίθεση αυτή είναι αποτέλεσμα της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα αλλά και μηχανισμός που διευρύνει ακόμη περισσότερο αυτό το αποτέλεσμα.
Η περίπτωση της 20/10 όπου μια ομάδα κουκουλοφόρων ανεβαίνει στο σύνταγμα να συγκρουστεί με τη αστυνομία ή με το ΚΚΕ ή και με τους δύο, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το τι σημαίνει σε μια συγκυρία όξυνσης των αντιφάσεων και μεγάλης ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων, η αριστερά να μην μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατά συνέπεια το ίδιο το λαϊκό κίνημα να απομειώνεται. Επίσης το σχήμα αυτό, μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός, γιατί τμήματα των λαϊκών μαζών φαίνονται να συναινούν στις πρακτικές των αναρχικών. Ακριβώς γιατί μεγάλο τμήμα του αγωνιζόμενου κόσμου αισθάνεται προδομένο από το ΚΚΕ ως την κυρίαρχη έκφραση της αριστεράς στην περίοδο που έκλεισε με την κατασταλτική επίθεση στις 28-29/6. Άλλωστε το γεγονός πως η αριστερά δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις λαϊκές μάζες σε σύγκρουση με το πολιτικό σύστημα, οδηγεί στην μεγιστοποίηση της «οργής» και της «πολιτικής ασφυξίας» του κόσμου και σε σημαντικό βαθμό τελικά στην παθητική αποδοχή των πραχτικών της συμβολικής σύγκρουσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που προτείνουν οι αναρχοαυτόνομοι.
Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει τους ειδικούς όρους με τους οποίους διεξάγεται η αντιπαράθεση μεταξύ ΚΚΕ και αναρχίας, ή αριστεράς και αναρχίας (σχετικά έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ανάλυση του Γιώργου Αλεξάτου στο Αριστερό Βήμα). Αυτά όμως που είναι αναγκαία να επισημάνουμε εδώ είναι τα εξής.
Από την μια μεριά οι αναρχοαυτόνομοι με πυκνωμένες τις γραμμές τους με μεγάλη μάζα νεολαίας, φορείς αλλά και αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνικής βίας που εξαπολύει σε κλίμακα η κρατική μηχανή, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και η καπιταλιστική κρίση, φαίνεται πλέον να μεταλλάσσονται σε έναν χώρο που φετιχοποιεί την βία και την επιδιώκει συνεχώς ως την ύψιστη πολιτική πρακτική. Μια βία τυφλή, δολοφονική που δεν σταματάει ούτε στο όριο της κατασπατάλησης της ανθρώπινης ζωής. Μια βία που απευθύνεται όχι μόνο στο κράτος αλλά απέναντι σε κάθε τι οργανωμένο, σε κάθε τι που θέτει περιορισμούς στην ατομικότητα. Μια βία που έχει εγγεγραμμένη όλη την ιδεολογία αυτού που υποτίθεται πως αντιπαλεύει. Σε τελευταία ανάλυση αυτός ο χώρος λειτουργεί εκφυλιστικά και νομιμοποιεί την ίδια την βία της εξουσίας. Αντικειμενικά δίνει έδαφος στους κατασταλτικούς μηχανισμούς να επιτίθενται ανελέητα στο λαϊκό κίνημα.
Από την άλλη μεριά το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην ιδιοκτησιακή λογική του κινήματος, φετιχοποιόντας τον εαυτό του ως το μοναδικό αυθεντικό αγωνιστικό σύμβολο του λαού και εξωραΐζοντας την βία που εκπορεύεται από το ίδιο ως αυθεντική έκφραση του λαού, τελικά κινείτε με σαφή προσανατολισμό την κατοχύρωση της κυριαρχίας του στους λαϊκούς αγώνες απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση. Κατ’ αρχάς απέναντι στην αμφισβήτηση που γίνεται από τον χώρο της αναρχίας αλλά όχι μόνο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως παρά το όργιο της κρατικής καταστολής, για την πολιτική δολοφονία του Δημήτρη Κοτσαρίδη συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ από τις δυνάμεις καταστολής, το ΚΚΕ επιμένει να στοχοποιεί δεικτικά το κίνημα «Δεν Πληρώνω», και να αναγορεύει σε εχθρούς του λαού τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Η στρατιωτική αναμέτρηση στο Σύνταγμα μεταξύ δυο πολιτικών χώρων, με «παράπλευρες απώλειες» τον τραυματισμό δεκάδων αγωνιστών, την απογοήτευση του αγωνιζόμενου κόσμου, την ηθική συρρίκνωση της αριστεράς, γίνεται μέσα στο σκηνικό μιας «Προαναγγελμένης Σύγκρουσης». Και τα δυο μέρη αυτής της σύγκρουσης ήξεραν πως κάποια στιγμή θα γίνει η «στρατιωτική» αναμέτρησή τους και στην δεδομένη χρονική στιγμή επεδίωξαν αυτό να συμβεί ως το συμβολικό όριο της κατοχύρωσης της κυριαρχίας τους. Προφανώς μια τέτοια φιλοδοξία δεν μπορεί να έχει κανένα ηθικό έρεισμα μέσα στην τεράστια μάζα του εργαζόμενου κόσμου. Από πολιτική άποψη όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον η αντιπαράθεση για την κυριαρχία κατά αρχάς επικυρώνει το γεγονός πως αυτή η κυριαρχία βρίσκεται σε αμφισβήτηση, αλλά και κυρίως γιατί αυτή η κυριαρχία του ΚΚΕ μέσα στην αριστερά και το λαϊκό κίνημα δεν αμφισβητείτε από μια άλλη εκδοχή της αριστεράς αλλά από τον χώρο της αναρχοαυτονομίας.
Όμως μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση του ΚΚΕ με τον χώρο της αναρχίας καθόλου βέβαιο δεν είναι πως θα οδηγήσει σε ανάκτηση της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα. Αντίθετα είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη αποστείρωση του, την αύξηση της φοβικότητας και της εχθρότητάς του απέναντι σε κάθε κίνημα που δεν ελέγχεται άμεσα από το ίδιο.
Προφανώς το ΚΚΕ δεν θα αντιστρέψει αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα, με την βία απέναντι στους αναρχικούς, στοχοποιόντας τα δεκαεξάχρονα παιδία που η αριστερά χάρισε στην αναρχία και κυρίως με δική του ευθύνη σε όλη την περίοδο από το 2006 έως και το 2008 με αποκορύφωμα την εξέγερση του Δεκέμβρη.
Σε καμία περίπτωση η αριστερά δεν θα μπορέσει να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα στοχοποιόντας τους αναρχικούς. Η επίθεση από την αναρχία προς την αριστερά είναι δείκτης της απώλειας της ηγεμονίας και όχι η αιτία της απώλειάς της. Και προφανώς μια αντεπίθεση προς τους αναρχικούς δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ανάκτηση της ηγεμονίας. Το σύνθημα βία στην βία της εξουσίας δεν μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα καμιά απάντηση στο λαϊκό κίνημα. Πολύ περισσότερο φτωχό και αποπροσανατολιστικό θα είναι το «βία στην βία» των αναρχικών.
Αντίθετα όσο το ΚΚΕ δεν θα μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στην πολιτική σύγκρουση των λαϊκών τάξεων με την αστική τάξη, τόσο θα οδηγείτε σε απώλεια της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα και τόσο πιο ευάλωτο θα γίνεται στις επιθέσεις των αναρχικών, όπως άλλωστε ευάλωτο είναι το σύνολο της αριστεράς.
Εάν το ΚΚΕ θα ήθελε να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα, θα όφειλε να προχωρήσει σε ένα ηγεμονικό κάλεσμα ριζοσπαστικής συμπαράταξης, προς το σύνολο των αριστερών και λαϊκών δυνάμεών. Να απευθύνει έκκληση για κοινή δράση, για συντονισμό, για περιφρούρηση των αγώνων, στα σωματεία, κλπ και να προβάλει ως στόχο την ανάγκη τροποποίησης του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την υπεράσπιση του λαϊκού κινήματος, την διεύρυνση των αντιστάσεων του λαού. Μονάχα μια τέτοια πραχτική θα μπορούσε να τροποποιήσει την σημερινή κατάσταση και να δώσει στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων. ‘Όμως δυστυχώς δεν φαίνεται το ΚΚΕ να κινείτε σε αυτήν κατεύθυνση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο σήμερα να αναζητηθούν, να βρεθούν και να συγκεντρωθούν όλες εκείνες οι εφεδρείες πολιτικού ριζοσπαστισμού που διαθέτει σήμερα η αριστερά και να δοκιμάσουν να αλλάξουν τα δεδομένα. Να χαράξουν και να βαθύνουν τις διαχωριστικές γραμμές με την επίθεση του κεφαλαίου, να δοκιμάσουν να συνθέσουν ένα πολιτικό σχέδιο που να επιτρέπει την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων μέσα στο λαϊκό κίνημα και να δώσουν στην αριστερά συνολικό νόημα και περιεχόμενο.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να ενισχύσει την όποια ριζοσπαστική δυναμική παραμένει ενεργή και μέσα στο ΚΚΕ και να επιτρέψει μια συνολική ριζοσπαστική ανασύνθεση της αριστεράς στην χώρα μας.
Ε. Γ ΙΑ ΕΝΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Τα πρόσφατα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο εναργή τρόπο ότι τα αποτελέσματα αυτής της φάσης της επίθεσης του Αντιπάλου έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται πραγματικότητα με τον πιο άσχημο και επώδυνο τρόπο για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά.
Κανένας κοινωνικός αυτοματισμός δεν σημαίνει ότι η επιδείνωση των ορών ζωής των λαϊκών μαζών θα δώσει την δυνατότητα στην αριστερά να έρθει αυτόματα στο προσκήνιο. Πολύ περισσότερο είναι αδόκιμη κάθε πρακτική ξεκαθαρίσματος των συσχετισμών και των αντιθέσεων μέσα στην αριστερά, ως προϋπόθεση για την ριζοσπαστικοποίηση και την νίκη των λαϊκών δυνάμεων. Αντίθετα εκείνες οι δυνάμεις της αριστεράς που θα συμβάλουν καθοριστικά από την πλευρά της νίκης της αντίστασης του λαϊκού κινήματος και την πραγματική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης απέναντι στον ταξικό αντίπαλο, θα μπορέσουν να τροποποιήσουν συνολικά τον συσχετισμό δύναμης και μέσα στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά από την κατεύθυνση της αναζήτησης ενός νέου κομμουνιστικού απελευθερωτικού οράματος με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία.
Προϋπόθεση γι αυτό είναι η αναζήτηση ενός γειωμένου και ταυτόχρονα ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος του λαού με κέντρο την αριστερά, στην κατεύθυνση της ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της διεύρυνσης των δημοκρατικών, εργασιακών και μορφωτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας. Το περιεχόμενο αυτό έχει ήδη αναδειχτεί με όρους μαζικούς και πλειοψηφικούς όλη την προηγούμενη περίοδο και αφορά στα κεντρικά ζητήματα της ταξικής αντιπαράθεσης. Στάση πληρωμών του χρέους, Διαγραφή του χρέους, Έξοδος της χώρας από το Ευρώ και ανάκτηση της νομισματικής αυτοτέλειάς της, εθνικοποίηση των τραπεζών, παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με παράλληλη προστασία των λαϊκών εισοδημάτων και αποταμιεύσεων, ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, διάλυση της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή και για την πολιτική γείωση, εκλαΐκευση και διεύρυνση της επιρροής αυτού του περιεχομένου σημαντική υπήρξε η πρωτοβουλία των οικονομολόγων, το αριστερό βήμα διαλόγου, η επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικά πράγματα δύναται να συμβούν μέσα από ενωτικά παραδείγματα και πρωτοβουλίες.
Είναι σαφές πως για μεγάλες μερίδες του λαϊκού κινήματος το περιεχόμενο αυτό κατοχυρώνεται ως μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική που έχουμε κάθε λόγο να διεκδικήσουμε ως μια ρεαλιστική και αναγκαία εναλλακτική κατεύθυνση για την χώρα μας, σε αντιπαράθεση με τον θανάσιμο εναγκαλισμό του ΔΝΤ, της ΕΕ και της προδοτικής στάσης της ελληνικής αστικής τάξης. Μια τέτοια προοπτική δεν αποτελεί έκφραση του πολιτικού φαντασιακού της αριστεράς, αλλά έκφραση των άμεσα ζωτικών συμφερόντων των εργαζόμενων και της νεολαίας. Αυτή η προοπτική δεν πρέπει να τίθεται από την αριστερά κάπου στο βαθύ σοσιαλιστικό υπερμέλλον. Αντίθετα είναι αναγκαίο να βρεθούν εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές εφεδρείες που να οξύνουν στο μέγιστο βαθμό τις αντιφάσεις της αστικής κίνησης και να απαιτήσουν μια τέτοια προοπτική ως ένα άμεσο ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο ριζικά αντίθετο στον μονόδρομο της αποπτώχευσης του ελληνικού λαού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχουν κάθε λόγο οι σοσιαλιστές και οι επαναστάτες να στηρίξουν γιατί προφανώς μια τέτοια νίκη του λαϊκού κινήματος ανοίγει δρόμους και για άλλες διεκδικήσεις. Αντίθετα ο κοινωνικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης οδηγεί το λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στην πολιτική και ιδεολογική συρρίκνωση. Ο πολίτικος θρυμματισμός, η αδυναμία κατανόησης του αιτίου από το αιτιατό, του πρωτεύοντος από το δευτερεύων, του λογικά προηγούμενο από το συνεπακόλουθο, είναι αποτέλεσμα και ένδειξη της ήττας και όχι στοιχείο καθαρότητας το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί.
Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η ενδυνάμωση κάθε πρωτοβουλίας που θα διαμορφώνει τους όρους μιας πλατιάς λαϊκής αυτοοργάνωσης και ξεσηκωμού των μαζών, η οργάνωση θεσμών όπου θα μπορεί να εκφράζεται η λαϊκή βούληση για αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Σωματεία, συντονιστικά, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές κατοίκων, πρέπει να προσπαθήσουν να διευρύνουν την ρευστοποίηση των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης και να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την διεκδίκηση μιας άλλης πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα μπορεί στο σύνολό του να ανατραπεί συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς στις σημερινές ανεπαρκής της εκδοχές. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σηματοδοτούσε μια τεράστια πολιτική επιτυχία του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας με διεθνή σημασία.
ΣΤ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΤΑΛΥΤΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της αριστεράς στην χώρα μας. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, ως μια τρίτη εκδοχή της αριστεράς, συμβολίζει με την παρουσία της, όχι μόνο το γεγονός πως η ίδια είναι αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και σαν δύναμη διόρθωσής του. Η δυναμική αυτή αποδείχτηκε στην συγκυρία ειδικά στον τρόπο που οι στόχοι της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους μπόρεσαν να αποτελέσουν κεντρικά πολιτικά επίδικα στο σύνολο της αριστεράς. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός πως το ΚΚΕ ανακτά την θέση για την ανάγκη της άμεσης εξόδου από το ευρώ και την θέση για διαγραφή του χρέους, όπως επίσης ένα τέτοιο περιεχόμενο κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε ένα σημαντικό τμήμα του ΣΥΝ. Αυτό δείχνει ότι η πολιτική σημασία της ΑΝΤΑΡΥΣΑ υπερβαίνει κατά πολύ την όποια εν δυνάμει εκλογική της δυναμική εφόσον μπορεί να λειτουργεί παραδειγματικά για ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το παράδειγμα της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η προσπάθεια κατοχύρωσης της δημοκρατικής αρχής ένας άνθρωπος μία ψήφος. Αυτή η επιλογή έχει μια ιδιαίτερη δυναμική που εάν δοκιμαστεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα μπορεί να αλλάξει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των μετωπικών πολιτικών μορφών συγκρότησης της αριστεράς δημιουργώντας σχήματα πολύ πιο σταθερά, με οριζόντια ανταλλαγή της εμπειρίας, έλεγχο από την βάση των αποφάσεων και αίσθηση πραγματικής δημοκρατικής συντροφικής ενότητας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δεδομένη. Αντίθετα το ενδεχόμενο της πολιτικής συρρίκνωσης και περιθωριοποίησής της παραμένει ανοιχτό, εάν τελικά επιλεχθεί ο δρόμος του αυτοαναφορικού βερμπαλισμού και η διαφυγή από τα πραγματικά προβλήματα και προκλήσεις, μέσα από ιδεολογικά σχήματα πολιτικού υποκειμενισμού και σεχταρισμού.
Μονάχα και στον βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ή τουλάχιστον ένα κρίσιμο τμήμα της) μαζί με ένα σύνολο άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορέσουν να πάρουν μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία για ένα «ριζοσπαστικό αριστερό και λαϊκό μέτωπο» είναι δυνατό να κατοχυρώσει και την δική της δυναμική και να έχει παίξει τον δικό της καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της κατάστασης στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά.






Κείμενο #15 , Από τον σφο Δημήτρη Παπούλια (ΤΕ Ιλίου - Πετρούπολης - Καματερού - Αγίων Αναργύρων - Φυλής - Λιοσίων - Ζεφυρίου) .


Σύντροφοι θεωρώ πως πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες 2 προσθήκες στο πολιτικό κείμενο θέσεων για τη 1η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
1) Ως προς την ιεράρχηση των μετώπων που είναι κρίσιμα στη συγκυρία: σήμερα αναπτύσσονται κινηματικές αντιστάσεις σε κρίσιμα μέτωπα που μπορούν να επιφέρουν σημαντικές ρωγμές στην μνημονιακή πολιτική. Οριακά και με δεδομένη την κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού σκηνικού μπορεί να οδηγήσουν και στην ανατροπή της κυβέρνησης. Τέτοια είναι πρωτίστως τα μέτωπα της μαζικής πολιτικής ανυπακοής ενάντια στα χαράτσια, το οποίο μπορεί πραγματικά να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων εάν συνδυασθεί με το μέτωπο ενάντια στις απολύσεις του δημοσίου τομέα και στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το πανεκπαιδευτικό μέτωπο (το οποίο όμως οφείλει να οργανωθεί ως τέτοιο) και σε δεύτερο επίπεδο το μέτωπο ενάντια στην καταστολή και την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Για την οργάνωση των κινημάτων αυτών πέρα από τις μάζες που πρέπει να δοθούν σε σωματεία και συλλόγους πρέπει να ενεργοποιηθούν και ευρύτατες τοπικές κοινωνικές επιτροπές και συνελεύσεις, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της εργαζόμενης πλειοψηφίας που λόγω των ηττών που έχει δεχθεί το εργατικό κίνημα δεν εκπροσωπείται μέσω σωματείων, αλλά και αυτή τη στιγμή πλήττονται ιδιαίτερα μικροαστικά στρώματα που είναι στοίχημα να βρεθούν σε κοινές μορφές οργάνωσης  με εργαζομένους. Η ενεργοποίηση αυτών των κοινωνικών επιτροπών είναι άλλωστε αναγκαία και προκειμένου να στεριώσουν μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης που θα φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στην περίπτωση της ανεξέλεγκτης χρεωκοπίας.  
2) Ως προς την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αριστερά: η ύπαρξη και διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαία ως το πολιτικό μέτωπο που συμπυκνώνει το σύνολο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Είμαι αντίθετος στην αντικατάστασή της από ευρύτερα σχήματα που θα μετατοπίζουν την πολιτική της συμφωνία στο έδαφος του αντινεοφιλελευθερισμού ή της παναριστεράς (τύπου Αριστερού Βήματος). Θα πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να συγκροτηθεί ένα ευρύ πολιτικό μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στη βάση των 4 αξόνων του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος εργατικής διεξόδου από την κρίση (στάση πληρωμών-έξοδο από ευρώ/ρήξη με την ΕΕ-εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων-αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις) και να αναλάβει πρωτοβουλίες κοινωνικού αλλά και πολιτικού συντονισμού με άλλες δυνάμεις της αριστεράς και όχι μόνο για την από κοινού δράση στα μέτωπα της συγκυρίας.
Καταθέτω και την διαφωνία μου στο πολιτικό κείμενο θέσεων της 1ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς το εξής σημείο:
Η παρούσα κρίση δεν αποτελεί συνέχεια της κρίσης του 1973, ούτε αποτελεί την μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια κρίση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης. Υπό αυτή την έννοια βέβαια η κρίση αυτή δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεπεραστεί από τις δυνάμεις του αστισμού. καθεστώτος συσσώρευσης. Όταν μιλάμε για την κρίση ενός καθεστώτος συσσώρευσης (όπως π.χ. συνέβη αντιστοίχως στα 1929 και 1973), οι στρατηγικές διεξόδου δεν μπορούν να σχετίζονται ούτε με κάποιες «ρυθμίσεις» που να αποσκοπούν στον έλεγχο της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ούτε καν μόνο με αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή. Αν και οι αναδιαρθρώσεις είναι αναγκαίες, τόσο στην οργάνωση της εργασίας (ο τεηλορισμός και ο φορντισμός ήταν μια απάντηση στην κρίση του 29, όπως και ο μεταφορντισμός και το πολυατελιέ στην κρίση του 73), όσο και στην τεχνολογική βάση (από τον ιμάντα μεταβίβασης μέχρι τους Η/Υ και τα ρομπότ), δεν αρκούν από μόνες τους για να διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο συσσώρευσης. Απαιτούνται συνολικές μεταρρυθμίσεις, από τις κοινωνικές συμμαχίες και τις στρατηγικές του συνασπισμού εξουσίας μέχρι τη δομή του πολιτικού συστήματος και τις κυρίαρχες ιδεολογικές πρακτικές. Η στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης από τον συνασπισμό εξουσίας προς το παρόν περιορίζεται στην μεταφορά των βαρών της κρίσης προς τα λαϊκά στρώματα (ανεργία, ελαστική/μερική απασχόληση, πάγωμα μισθών, αποδιάρθρωση ασφαλιστικών συστημάτων, κοινωνικοποίηση ζημιών). Η στρατηγική αυτή (που παρά την όποια αντινεοφιλελεύθερη ρητορεία λειτουργεί απόλυτα μέσα στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης λογικής)   δύσκολα μπορεί να αποτελέσει μια πραγματική διέξοδο για τον αστισμό. Έτσι βλέπουμε ότι η συμπίεση των λαϊκών στρωμάτων –ιδίως εκεί που υπάρχουν έστω σπέρματα αντικαπιταλιστικών αντιλήψεων- γεννά νέες κοινωνικές πρακτικές που μπορεί να καταλήγουν και σε εξεγερτικά φαινόμενα. Από την άλλη οι νίκες που έχει πετύχει το προηγούμενο χρονικό διάστημα το κεφάλαιο απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας (τόσο μέσα στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής, όσο και με την αποδιάρθρωση των συνδικαλιστικών πρακτικών και την ιδεολογική νίκη που αποκρυσταλλώνεται στην πτώση του τείχους) δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν στην μετατροπή τέτοιων εξεγερτικών φαινομένων σε επαναστατικές καταστάσεις (ιδίως όταν οι εξεγέρσεις δεν καταλήγουν σε πολιτικές μορφές και δομές ή ακόμα και σε μια ταξική συνδικαλιστική αναγέννηση).
Τα παραπάνω σημεία προσθηκών και διαφωνίας επί του πολιτικού κειμένου θέσεων της 1ης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα κατέθεσα στην 2η συνέλευση της Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ιλίου-Πετρούπολης-Καματερού-Αγ.Αναργύρων-Φυλής- Λιοσίων-Ζεφυρίου για το πολιτικό κείμενο θέσεων, η οποία διεξήχθη στις 9/10/2011 στην Πετρούπολη.




Κείμενο #14 , Από την Συνέλευση της ΤΕ Ιλίου - Πετρούπολης - Καματερού - Αγίων Αναργύρων - Φυλής - Λιοσίων - Ζεφυρίου .



Θεωρούμε την εισήγηση του ΚΣ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το οργανωτικό, ως βάση για τη συζήτηση, πράγμα το οποίο ψηφίστηκε από το σύνολο της συνέλευσης.Εκτιμούμε, ωστόσο, πως το κείμενο έχει ελλείψεις και αδυναμίες και, για αυτόν το λόγο, προτείνουμε τις εξής προσθήκες-τροποποιήσεις οι οποίες ψηφίστηκαν κατά πλειοψηφία μετά από ενδεικτική ψηφοφορία: 
1) Στο σημείο 2 του κειμένου, όπου περιγράφονται οι βασικές αρχές ένταξης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο τέλος της δεύτερης πρότασης να προστεθεί: …… «ενάντια σε κάθε διεθνή καπιταλιστικό οργανισμό (ΕΕ ΝΑΤΟ) για την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από αυτούς». Επίσης να προστεθεί η πρόταση: «η εγγραφή των μελών γίνεται ατομικά και με τη συλλογική απόφαση της συνέλευσης της επιτροπής που ζητά να εγγραφεί».
2) Στο παραπάνω σημείο προτείνεται επίσης να προστεθεί η εξής παράγραφος: «Το μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχει τακτικά στις διαδικασίες και είναι συνεπές στις αποφάσεις της επιτροπής που ανήκει. Η ιδιότητα του μέλους ή η αφαίρεσή της αποφασίζεται από το σύνολο της Επιτροπής. Συνεργάζεται με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής και συμμετέχει σε συλλογικότητες στο χώρο δουλειάς και στη γειτονιά».
3) Στο σημείο 3 του κειμένου η πρόταση «Τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούν να συμμετέχουν, εφόσον το επιθυμούν και στην Τοπική και στην Κλαδική Επιτροπή του χώρου δραστηριότητάς τους αλλά έχουν δικαίωμα εκλογής αντιπροσώπων μόνο από τις Τοπικές.» , να αντικατασταθεί με την πρόταση «Τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούν να συμμετέχουν, εφόσον το επιθυμούν και στην Τοπική και στην Κλαδική Επιτροπή του χώρου δραστηριότητάς τους αλλά έχουν δικαίωμα να εκλέγουν και να εκλέγονται αντιπρόσωποι μόνο σε μία από τις δύο.» Να προστεθεί ότι οι κλαδικές επιτροπές συζητούν και σχεδιάζουν την πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον εργασιακό χώρο, επιδιώκοντας την εμφάνιση μέσα από ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό σχήμα, όπου είναι αυτό εφικτό.
4) Συγκροτείται στα πλαίσια του Πανελλαδικού Συντονιστικού μια Γραμματεία Συνδικαλισμού με αρχικά συμβουλευτικό χαρακτήρα και με στόχο τη συμβολή στην προσπάθεια απόκτησης κοινής αντίληψης και δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό κίνημα, καθώς και την εμφάνισή της μέσα από ενιαία αντικαπιταλιστικά σχήματα σε εργασιακούς χώρους.
5) Θεωρούμε αναγκαία την εμβάθυνση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κεντρικών οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των Τοπικών και Κλαδικών Επιτροπών της. Οι αποφάσεις της ΚΣΕ μεταφέρονται στις επιτροπές, καθώς επίσης οι αποφάσεις κάθε επιτροπής μεταφέρονται στην ΚΣΕ αλλά και στις υπόλοιπες επιτροπές.
6) Η ανάγκη εναλλαγής (κυκλικότητα) στα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πχ χρονικό όριο στη θητεία των μελών στα όργανα αυτά) είναι σημαντική. Όριο οι 2 συνεχόμενες θητείες σε όλα τα όργανα.
7) Δημιουργείται η αναγκαία περιφερειακή δομή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (συγκρότηση ενδιάμεσων οργάνων σε περιφερειακό επίπεδο) με στόχο την καλύτερη, αποτελεσματικότερη και πιο δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε πανελλαδικό επίπεδο. Επίσης, γίνεται ορθολογική ανακατανομή κι επαναχάραξη των Τοπικών ώστε να ανταποκρίνονται στα νέα αυτοδιοικητικά δεδομένα. Κατεύθυνσή μας μια Τοπική σε κάθε Δήμο.
8) Η Συνδιάσκεψη εκλέγει μόνο το Πανελλαδικό Συντονιστικό, το οποίο είναι υπεύθυνο με τη σειρά του για την εκλογή της Κ.Σ.Ε. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγεται η δημιουργία 2 παράλληλων κεντρικών οργάνων και, τελικά, η μετατροπή του Πανελλαδικού Συντονιστικού σε απλό, διακοσμητικό όργανο.
9) Λαμβάνεται πρόνοια για τη διενέργεια έκτακτης συνδιάσκεψης σε περίπτωση που ανακύψει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.
10) Οι Γενικές Συνελεύσεις των Επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να δεσμεύει τους εκλεγμένους αντιπροσώπους στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Οι τοπικές και οι κλαδικές επιτροπές συνεδριάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα (τα οποία αποφασίζουν αυτές) με κατεύθυνση τη σταθεροποίηση σε μηνιαία βάση. Οι ολομέλειες αυτές έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα, χρειάζεται δε να υπάρχει έγκαιρη ενημέρωση όλων των μελών και ενδεικτική θεματολογία, η οποία να γνωστοποιείται έγκαιρα για την προετοιμασία και την ουσιαστική συμβολή όλων των μελών στις αποφάσεις. Για να μπορέσει μια συνέλευση να αποφασίσει χρειάζεται να είναι παρόντες το ½+1 των ταμειακώς εντάξει μελών της. Η ΓΣ αποφασίζει με πλειοψηφία 3/5 των παρόντων για όλα τα ζητήματα.
11) Για όλα τα όργανα υπάρχει πρόβλεψη για ποσόστωση 10% επί του συνόλου των μελών για να εκπροσωπούνται όλες οι οργανώσεις. Τουλάχιστον το 2Ο% των θέσεων των οργάνων καταλαμβάνεται από μέλη που δεν ανήκουν σε οργανωμένη συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν διαθεσιμότητες. Εάν το ποσοστό αυτό δεν καλυφθεί με βάση το αποτέλεσμα της εκλογής, οι τελευταίοι με βάση τον αριθμό των ψήφων εκλεγόμενοι που ανήκουν σε οργανωμένες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντικαθίστανται από τους αντίστοιχους πρώτους σε αριθμό ψήφων μη ενταγμένων σε οργανώσεις μέχρι τη συμπλήρωση του ως άνω ποσοστού.
12) Δημιουργείται πανελλαδικό έντυπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εφημερίδα) που κυκλοφορεί και διακινείται από όλα τα μέλη της σε τακτική βάση (πχ 15νθήμερη) με κατεύθυνση την εβδομαδιαία.




Κείμενο #13 , Από το σφο Νιάρχάκο Νιάρχο και τη σφσα Άσπα Μπινιώρη (ΤΕ Ιλίου - Πετρούπολης - Αγίων Αναργύρων)

Πρόταση τροποποίησης στο Κείμενο Θέσεων του Συντονιστιού για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Στο σημείο 19 του κειμένου προτείνεται η πρώτη πρόταση να αλλάξει και να γίνει: "Η Ευρωπαϊκή Ένωση περνάει περίοδο κρίσης και εξελίσσεται σε ακόμα αντιδραστικότερη κατεύθυνση"
Επίσης στο ίδιο σημείο στην 3η παράγραφο, προτείνεται να φύγει το εξής κομμάτι της πρότασης: " την αδυναμία της να μεταρρυθμιστεί σε φιλολαϊκή κατεύθυνση"


Κείμενο #12 , Από τη Συνέλευση της ΤΕ Μαγνησίας .



1. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μαγνησίας θεωρεί επιβεβλημένη τη συγκρότηση του Μετώπου σε κλαδική βάση πέρα από την τοπική.
2. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρει άμεσες πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση επιτροπών αλληλεγγύης με ιδιαίτερη αιχμή τα χαράτσια.
3. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μαγνησίας θεωρεί ότι η μετωπική πολιτική του συνόλου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ακολουθεί τις κάτωθι κατευθύνσεις:
Α. Σε κοινωνικό επίπεδο
Προώθηση μορφών αγωνιστικής ταξικής ενότητας και κοινής δράσης στο εργατικό και ευρύτερα λαϊκό κίνημα (από κοινές απεργιακές φρουρές με άλλα ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα έως το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων)
Β. Σε πολιτικό επίπεδο
Θεωρούμε το σύνολο του πολιτικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ελάχιστο προαπαιτούμενο για τη συγκρότηση πολιτικού μετώπου με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Ιδιαίτερα, θεωρούμε την πάλη για αντικαπιταλιστική έξοδο από την ΕΕ ως απόλυτης σημασίας κόμβο της αναγκαίας απάντησης από τη σκοπιά των εργαζομένων και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Γ. Σε ιδεολογικό επίπεδο
Αιχμή της ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης πρέπει να γίνει η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μέσω της κοινωνικοποίησης των στρατηγικών τομέων τομέων της οικονομίας και των επιχειρήσεων που κλείνουν, υπό εργατικό έλεγχο. Τα άλλα αιτήματα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης (εθνικοποίηση τραπεζών χωρίς αποζημίωση στους μετόχους αυτών, στάση πληρωμών – μονομερής διαγραφή του χρέους κτλ.) τίθενται ως τα αναγκαία μέτρα – προϋποθέσεις για να αρχίσει να υλοποιείται ο βασικός στόχος, ήτοι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της παραγωγής στους βασικούς τομείς της οικονομίας.






Κείμενο #11 , Από τους σφους Μιχάλη Σταθακόπουλο (ΤΕ Αμπελοκήπων - Γκύζη - Πολυγώνου) και Χρήστο Χειμώνα (ΤΕ Βύρωνα) 
 

Μία επί παραδείγματος απάντηση στην αριστερή «κυβερνητική» των γραφείων . Η περίπτωση της Ιταλικής Αριστεράς 2006 - 2008 . 
Αντί προλόγου. Αφορμή για το email δεν ήταν μία «παρελθοντολογία». Δεν είναι κριτική προσώπων αλλά προσπάθεια για κριτική πολιτικών κινήσεων. Όταν τα διδάγματα του παρελθόντος δεν μετατρέπονται σε πολιτική εμπειρία.. υπάρχει θέμα. Το ζήτημα της αριστεράς είναι ότι δυστυχώς ότι δεν παράγει πολιτική. Κολλημένη σε σχήματα της δεκαετίας του 1930, του 1970, προσπαθεί καταϊδρωμένη να ανταποκριθεί στο «σήμερα». Ούτε οι γραφόντες θεωρούν τους εαυτούς του τόσο "έξυπνους", τόσο "αγωνισταράδες", ότι έχουν "την μαγική λύση στο τσεπάκι τους" κλπ κλπ. «Μαγικές» λύσεις, «έτοιμες» λύσεις, «εύκολες» λύσεις είναι πεποίθηση μας πως δεν υπάρχουν. Όμως για να ανταποκριθείς πολιτικά στο «σήμερα» έστω και από αμυντική πλευρά, όπως η σημερινή κατάσταση, χρειάζεται να μαθαίνεις και κάποια πράγματα από το κοντινό παρελθόν.
ΤΑ ΕΔΩ.Παρόλα αυτά, παρά την σημερινή πτώση παλαιών βεβαιοτήτων, (θέματα € και ΕΕ) κάποιοι , προερχόμενοι κυρίως από το αριστερό βήμα, στο πίσω μέρος του μυαλού τους ίσως να έχουν την «ενότητα γραφείων». Την πληθωρική αριστερά του «εφικτού»(ας μας ορίσουν αυτοί το τι είναι «εφικτό» σε μία εποχή που τα «θεμέλια» γκρεμίζονται). Η οποία «πληθωρική αριστερά» που μπορεί να την λένε και ως λαϊκό αριστερό μέτωπο, μέτωπο αριστεράς κλπ κλπ σχεδόν πάντα χρησιμοποιείται για συμμαχία με την αστική τάξη. Ποιος δεν θυμάται τις συγκυβερνήσεις Τζαννετάκη – Ζολώτα του 1989 – 1990;
Τώρα που βλέπουν τις «σταθερές» τους να γκρεμίζονται βάζουν μπροστά την "ενότητα για την ενότητα". Ο παλιά βολεμένος - μισοβολεμένος κόσμος προλεταριοποιείται τάχιστα και αλλάζει ταξική θέση και στρέφεται είτε προς αριστερά είτε προς τα δεξιά. Αυτός είναι ο λόγος της επίκλησης της "ενότητας γραφείων" του ΣΥΝ - Μετώπου. Προσπαθεί να παίξει ρόλο αναχώματος στην τάση για ριζοσπαστικοποίηση από τα αριστερά. Γιατί πολύ απλά το πολιτικό τους πρόγραμμα αποδείχτηκε επί της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας χρεοκοπημένο. Π.χ. η ΕΛΕ ήθελε να εξετάσει το «επαχθές» χρέος. Όμως σήμερα οι ίδιοι οι καπιταλιστές προτείνουν διαγραφή 40-60% (χτες κατέληξαν στο 50%) χωρίς «ψάξιμο», χρονοτριβές και επιτροπές. Λογικό επακόλουθο η χρεοκοπία της ΕΛΕ. Το πόσο "ενωτικοί" φάνηκαν στην πράξη, το έδειξε η ανακοίνωση της "αριστεράς του εφικτού" όπου δεν "κάλυψε" την συνιστώσα του ΡΙΖΑ τον Φεβρουάριο του 2011. Τότε στην Νομική για το θέμα των εργατών μεταναστών. Η ιδεατή καντιανή αριστερή "ομπρέλα" που έχουν στο μυαλό τους κάποιοι σύντροφοι και "σύντροφοι", είναι επί της πράξης τρύπια και μπάζει.
Σε αντίθεση, η μαγιά του πολιτικού του ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Διαγραφή χρέους - έξοδος από ΟΝΕ ΕΕ - Κρατικοποίηση τραπεζών ) είναι το μόνο αδιαπραγμάτευτο που δίνει προοπτική. Για δύο λόγους. Πρώτο γιατί στηρίζεται στην οικονομική πραγματικότητα. Και δεύτερο γιατί απευθύνεται ταξικά: Σε εργαζόμενους, άνεργους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους. Βέβαια αν εφαρμοστεί το πολιτικό πρόγραμμα του σχήματος, θα περάσουμε 5 χρόνια Βενεζουέλα ώσπου να αναπληρωθούν οι ελλείψεις σε βιομηχανικό και αγροτικό τομέα. Και αυτό οφείλεται να ειπωθεί στον κόσμο. Αν όμως εφαρμοστεί το άλλο πρόγραμμα του μπλοκ εξουσίας, η εκτίμηση που κάνουμε είναι ότι θα περάσουμε 20+ χρόνια σαν Κολομβία. Και να είσαστε σίγουροι ότι ο κόσμος απογοητευμένος από την αριστερά θα κινηθεί προς "στο δεν γίνεται τίποτα, στον ατομικισμό, και σε δεξιές λογικές.
Ο ΣΥΝ απευθύνεται σε στρώματα με αριστερές ευαισθησίες μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Άρα δεν πιστεύει πως υπάρχουν κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα και υπάρχουν περιθώρια «να τα βρούμε». Άρα θα είναι αρκετά αφελής όποιος πιστεύει ότι η ηγεσία του ΣΥΝ θα υιοθετήσει την άποψη της διαγραφής του χρέους και της ενίσχυσης των πρωτοβάθμιων σωματείων. Όσο όμως και να αποφεύγουν να μιλήσουν ταξικά, να θυμίσουμε ότι Αμερικάνος πολυεκατομμυριούχος - φιλάνθρωπος είχε πει το 2008: "Υπάρχει ταξικός πόλεμος. Και η δική μου η τάξη, η πλούσια κερδίζει"! 
Στα πλαίσια της λογικής του «να τα βρούμε», εφευρίσκουν διάφορες εξωπραγματικές καταστάσεις όπως "ευρωομόλογο" μέσω της αλληλεγγύης" της ΕΕ". Μόνο που οι διάφορες εκδοχές του ΣΥΝ δεν μας έχουν πείσει γιατί οι Γερμανοί - Γάλλοι - Ολλανδοί καπιταλιστές να πληρώσουν τα "σπασμένα" του ελληνικού καπιταλισμού μέσω ευρωομολόγου και να δανείζονται με μεγαλύτερο επιτόκιο. Η μόνο αλληλεγγύη που μπορεί να δείξει ο λύκος στο πρόβατο είναι να το φάει αργότερα. 
Σε πείσμα όμως όλων των γεγονότων, μετωπικοί και συνασπισμένοι πιστεύουν με μεταφυσική σχεδόν θρησκευτική πίστη ως νέοι Μωϋσύδες στο "διεθνές δίκαιο" και σαν νέοι Ζαν-Ζακ Ρουσώ στα "κοινωνικά συμβόλαια" νοσταλγώντας τις παλιές καλές εποχές της Σοσιαλδημοκρατίας . Όμως για τους καλούς πλην αγαθούς κυρίες και κυρίους, 2 τραπεζίτες(ένας πρώην ένας νυν) και ένας Αμερικανός οικονομολόγος επισήμαναν πως ο Κενσϋανυσμός εφαρμόστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Τα κοινωνικά συμβόλαια αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων πως αποτελούν συμβιβασμό ανάμεσα στα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα, και εφαρμόζονται όταν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων. Τώρα υπάρχει; 
Έχουμε ακούσει και άλλα προ δύο ετών από τους καλοκάγαθους αριστερών ευαισθησιών ανθρώπους.Όπως "'Ότι η κρίση είναι παραμύθι δίχως δράκο", "Να δανειστούμε με μικρό επιτόκιο" και άλλα φαιδρά. Το ποιος λέει παραμύθια φάνηκε από την αλλαγή του οικονομικού του προγράμματος κάθε 4 μήνες. Ας μας έφερναν "οι πάνσοφοι" ένα βιβλίο αστικής οικονομίας όπου να λέει πως η λύση για το χρέος είναι να δανείζεσαι με μικρότερο επιτόκιο μπας και φωτιστούμε και εμείς οι αδαείς. Τα υπόλοιπα είναι για μωρούς και μωρά. Και για κουτοπόνηρους γραφειοκράτες που "ψαρεύουν στα θολά" μπας και διατηρήσουν τις καρέκλες τους. Γιατί ως γνωστό "στα θολά ψαρεύεις καλύτερα".
CIAO ITALIA . Στο «κοινωνικό εργαστήρι» που λέγεται Ιταλία κάποιες λύσεις δοκιμάστηκαν σε πολύ ποιο «ήρεμες εποχές» και απέτυχαν. Που αφού την «πληθωρική αριστερά» την «χρησιμοποίησαν» ποικιλοτρόπως, την «δούλεψαν», μετά την πέταξαν σαν «στυμμένη λεμονόκουπα». Ρίχνοντας την όποια έστω και περιορισμένη απήχηση της αριστεράς ακόμα ποιο βαθιά στα πολιτικά τάρταρα. Που δεν είναι τίποτα άλλο από την αριστερά της ήττας και της υλοποίησης των αντεργατικών πολιτικών. Δηλαδή η πολιτική χρεοκοπία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. 
Αυτό το εγχείρημα καταλήγει για κάποιους στο πολύ απλό «όλα για την καρέκλα». Και μετά την ήττα, ένα μέρος της Ιταλικής «επαναστατικής» αριστεράς γοητεύτηκε από την «κυβερνητική» κεντροαριστερή εμπειρία και μάλλον την λέξη «κομμουνιστικό» την θεωρεί περίπου..αρχαιολογία.. Τυχαία ο Μπονιουέλ είχε μία ταινία με τίτλο «Η γλυκιά γοητεία της μπουρζουαζίας»; 
Ένα άλλο μέρος της αριστεράς το ρίχνει στην «αυτοκριτική». Τι να την κάνουμε όμως την «αριστερού είδους μετάνοια» όταν δεν σε μαθαίνει για το τι να αποφύγεις στο μέλλον; Και όταν επαναλαμβάνεις τα ίδια πολιτικά λάθη; Δις στην περίπτωση του Μπερτινότι. Άρα ίσως να μην ήταν και τόσο πολιτικά σοφός, σύμφωνα πάντα με το αρχαιοελληνικό απόφθεγμα. Ίσως για αυτό τον λόγο ο Μπερτινότι να το ρίχνει στις επισκέψεις στο Αγ.Όρος. Αλλά η αριστερή επιφοίτηση όμως άργησε.. 
Στο μόνο που οδηγούν αυτές οι πολιτικές, είναι στην απογοήτευση του κόσμου, στην απαξίωσή της αριστεράς, στην άνοδο της αποχής, στο "όλοι το ίδιο είναι δεξιοί - αριστεροί" και στην επικράτηση λογικών που κυμαίνονται από το την κεντροδεξιά και καταλήγουν ακόμα και στις ακραίες δεξιές εκφράσεις της. Είναι πολύ λογική η επικράτηση του Μπερλουσκόνι για 3η φορά. Γιατί πολύ απλά ο Σίλβιο δεν υποκρίνεται για την πολιτική του. Και αν είναι να εφαρμοστούν δεξιές πολιτικές, ο κόσμος εμπιστεύεται τους αυθεντικούς εκφραστές της και όχι τους «γιαλατζί» που το παίζουν «αριστεροί» . Κοινώς το «παράδοξο» στην Ιταλία, δεν οφείλεται τόσο στο DNA των Ιταλών όσο στην πολιτική αποτυχία της Αριστεράς(κομμουνιστικής και μη) που είχε δύο γραμμές(και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ). 
Δηλαδή και μέσα στην ιταλική κυβέρνηση και στις απεργίες κατά της ιταλικής κυβέρνησης(!). Με το που ήρθαν τα «δύσκολα» ψήφισε τα αντεργατικά νομοσχέδια του Πρόντι, την παραμονή των στρατευμάτων. Και όλα αυτά στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς» (αυτό κάπου το έχετε ξανακούσει έτσι δεν είναι;). Και μετά οι ίδιοι οι «σύμμαχοί» της, και μάλιστα αυτός που θεωρούσαν σαν τον ποιο «κατάλληλο για πρωθυπουργό» την πέταξε στον «πολιτικό τενεκέ των αχρήστων». 
Πρώτα έρχεται η πολιτική ήττα και μετά η όποια εκλογική ήττα.
Τα links παρατίθενται με χρονική σειρά. Καλύπτουν την πολιτική περίοδο στην Ιταλία λίγο από το 2006 και λίγο μετά το 2008. Στρατό στο Αφγανιστάν και Προγράμματα περικοπών. Όλα για την "κυβερνητική ενότητα". Κάποια συμπεράσματα στα τελευταία δημοσιεύματα της «Καθημερινής», της «Ημερησίας» και του «Κόκκινου» (αν δεν κάνω λάθος συνιστώσας του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ). Διαβάστε τα λινκ και βγάλτε τα δικά σας πολιτικά συμπεράσματα.
Η αστική τάξη έκανε (θα κάνει) την δουλειά του και μετά πέταξε (θα πετάξει) την αριστερά των στα σκουπίδια της πολιτικής. Ας έχουμε τον νου μας να μην επαναληφθεί η Ιταλική Φαρσοκωμωδία ως Ελληνική Τραγωδία
---------------------------------------------
Link
ΠΩΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ Η ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ, 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΚΙ ΣΤΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΝΤΙ
http://www.epohi.gr/rosanda_international_2732005.htm  
Ο ΦΑΟΥΣΤΟ ΜΠΕΡΤΙΝΟΤΙ ΣΤΟ «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ» 18.09.2005
Συμμετοχή αλλά ταυτόχρονα και ανυπακοή
http://www.epohi.gr/1892005_international_bertinotti_interview.htm 
Φάουστο Μπερντινότι: Χρειάζεται μια ευρεία συμμαχία δυνάμεων κατά του Μπερλουσκόνι
Συνέντευξη στη Λιάνα Γαβριλάκη
Φάουστο Μπερντινότι, 01/02/2006  
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=35  
Φ. ΜΠΕΡΤΙΝΟΤΙ:
Από την Αριστερά γεννιέται ένας νέος λαϊκός ευρωπαϊσμός
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=110,dt=29.10.2005,id=40855424,46648576,68597760,76087680  
ΜΠΕΡΤΙΝΟΤΙ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Η "Επανίδρυση" βασικός παράγοντας μιας εναλλακτικής αριστεράς
http://www.epohi.gr/panagopoulos_italy_international_632005.htm  
Του Αργύρη Παναγόπουλου
ΙΤΑΛΙΑ Σύγκρουση Πρόντι με την αριστερή πτέρυγα για υγεία και συντάξεις
http://www.epohi.gr/392006_international_panagopoulos_italy.htm  
Οταν μια κυβέρνηση ζητάει «ψήφο εμπιστοσύνης» διαρκώς...
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=111,dt=23.02.2007,id=78388972 
Φυγή προς το Κέντρο επιδιώκει ο Ρομάνο Πρόντι "Η" 24/2/2007
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=12337&subid=2&pubid=284641 
Ο Πρόντι αποκαλύπτεται, αλλά η Επανίδρυση υποτάσσεται
http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=159&Itemid=42  
Η κρίση της Ιταλικής Αριστεράς
http://www.xekinima.org/arthra/view/article/i-krisi-tis-italikis-aristeras/  
Συνέντευξη του Μάρκο Βερούτζιο στον Σάσα Στανίσιτσς (του γερμανικού τμήματος της CWI, SAV). Ο Μάρκο είναι ηγετικό στέλεχος της μαρξιστικής τάσης «Ενάντια στο Ρεύμα-Αριστερή Κομμουνιστική Επανίδρυση» (‘Controcorrente – Sinistra Prc’) και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. 
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΡΟΝΤΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
«Ενα καταστροφικό λάθος»
Αναδημοσίευση της συνέντευξης του Μάρκο Βερούτζιο, μέλους της Διεύθυνσης του Κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και του μαρξιστικού ρεύματος «Κοντροκορέντε Σινίστρα», στη γερμανική εφημερίδα «Γιούνγκε Βελτ»
http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/storyPlain.do?id=4001384&action=print  
Αυξάνει τα όρια ηλικίας ο Πρόντι - απειλεί ο Μπερτινότι ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/07/2007
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=114,dt=21.07.2007,id=85951524 
Ιταλία: 1 εκατομμύριο διαδηλωτές κατά του Πρόντι 31.10.07 
Δυνατό αριστερό "'Οχι"
http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=717&Itemid=42&el_mcal=1 
Hμερομηνία δημοσίευσης: 27-01-08
Το τρις εξαμαρτείν με Μπερλουσκόνι;
Νέα κρίση στην πολιτική ζωή της Ιταλίας από την πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού του Πρόντι για δεύτερη φορά μετά το 1998
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_27/01/2008_257112 
ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ Κυριακή, 13 Απριλίου 2008 
http://www.epohi.gr/portal/arxeio/550  
Ροσάνα Ροσάντα: Γιατί ψηφίζω Μπερτινότι . ΜΠΕΡΤΙΝΟΤΙ: Η ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΜΟΥ
Ο Σίλβιο υπόσχεται «δύσκολους μήνες»
Αμεσες προτεραιότητες Μπερλουσκόνι η πώληση της «Αlitalia» σε ιταλικά συμφέροντα και η επίλυση της κρίσης των σκουπιδιών στη Νάπολη «E» 16/4/2008
ΜΠΕΡΤΙΝΟΤΙ Παραιτήθηκε ο μεγάλος χαμένος των εκλογών 
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11381&subid=2&pubid=856466 
Κεντροαριστερή αυτοκτονία και τέλος των Κ.Κ. Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας (τεύχος 35)
Τρίτη, 18 Νοέμβριος 2008 21:06
http://www.kokkino.org/index2.php?option=com_content&task=view&id=1366&pop=1&page=0&Itemid=38  




Κείμενο #10 , Από το σφο Παναγιώτη Σωτήρη (ΤΕ Εξαρχείων) 
Μπροστά στην πρώτη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Να ξαναδώσουμε σχήμα και περιεχόμενο στην ελπίδα

Η πρώτη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με εκλεγμένους αντιπροσώπους γίνεται μέσα σε μια συγκυρία που σφραγίζεται από την κλιμάκωση του παλλαϊκού ξεσηκωμού και καλείται να απαντήσει ποια Αριστερά σήμερα μπορεί να πρωτοστατήσει στη λαϊκή πάλη και να ανοίξει δρόμους ανατροπής. Άλλωστε, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπήρξε γέννημα των μεγάλων κοινωνικών αγώνων των τελευταίων δεκαετιών αλλά και της εμπειρίας ενωτικών κινηματικών αγωνιστικών πρωτοβουλιών, από τα ΕΑΑΚ και τις παρεμβάσεις, συσπειρώσεις, κινήσεις μέχρι εγχειρήματα όπως η Πρωτοβουλία Αγώνα το 2003, και έκανε τα πρώτα της βήματα συμβάλλοντας αποφασιστικά στον τεράστιο κύκλο κινητοποιήσεων ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης και της Τρόικας.Σήμερα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλείται να συζητήσει τις πρωτοβουλίες με τις οποίες πραγματικά θα δικαιώσει την ελπίδα που σκόρπισε σε χιλιάδες αγωνιστές η συγκρότηση και η παρέμβασή της. Σε αυτή τη συζήτηση αποσκοπούν να συμβάλουν και οι σκέψεις που ακολουθούν.
Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα γινόμαστε μάρτυρες ενός πρωτοφανούς πειράματος. Σε μια χώρα της Ευρωζώνης, με μια οικονομία σχετικά αναπτυγμένη, χωρίς να έχει προηγηθεί πόλεμος, δικτατορία ή κάποια ανάλογη καταστροφική τομή, δοκιμάζεται όχι απλώς η εσωτερική υποτίμηση, αλλά η ισοπέδωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Σαρωτικές περικοπές μισθών, ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, εκποίηση εθνικού πλούτου σε μια κλίμακα που μέχρι τώρα αποτελούσε απλώς οριακό αλλά όχι εφικτό ενδεχόμενο σε νεοφιλελεύθερα εγχειρίδια. Θυμίζει τις καταστροφικές «θεραπείες σοκ» που δοκιμάστηκαν σε χώρες όπως η Ρωσία μετά το 1991 και οδήγησαν σε πρωτοφανή αποτελέσματα, όπως τη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης μέσα σε λίγα χρόνια.  
Η οικονομική κρίση δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο στους αδύναμους κρίκους, εκεί όπου συμπυκνώνονται και πιο οριακά οι αντιφάσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη ταυτόχρονα με την εξάντληση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων των προηγούμενων δεκαετιών και με την κρίση χρέους και με την κρίση της ευρωζώνης, του πιο προχωρημένου πειράματος του «υπαρκτού νεοφιλευθερισμού» ως προς την οικονομική ολοκλήρωση και την αξιοποίηση του ανταγωνισμού ως μοχλού εκσυγχρονισμού.  
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου αναδιπλώνονται στο ταξικό (και ιμπεριαλιστικό) τους ένστικτο και οι ταξικές στρατηγικές έρχονται στο προσκήνιο με τη σαφήνεια αλλά την αγριότητα πραγματικών ενορμήσεων. Εξ ου και η απαίτηση για εδώ και τώρα σαρωτική λιτότητα, ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας, κύματα ιδιωτικοποιήσεων, πλήρη εμπέδωση της μειωμένης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.  
Όλα δείχνουν τις επόμενες μέρες ότι θα οριστικοποιηθεί αυτό που με διάφορους τρόπους έχει ήδη εξαγγελθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ολοκληρώσει τη διαδικασία ενίσχυσης του μηχανισμούς στήριξης, μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους θα αναδιαρθρωθεί, κύρια το χρέος προς τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, ο μηχανισμός στήριξης θα αναλάβει την κάλυψη του υπόλοιπου ελληνικού χρέους, οι ελληνικές τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν και θα τεθούν υπό εποπτεία αρχικά και σε εκποίηση αργότερα. Σε αντάλλαγμα η ελληνική κυβέρνηση θα υπογράψει νέα δανειακή σύμβαση που θα συμπεριλαμβάνει όχι μόνο μια εξαιρετικά παρατεταμένη πολιτική λιτότητας στο όνομα της δημιουργίας «πρωτογενών πλεονασμάτων» αλλά και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον η επιτροπεία από τους μηχανισμούς της ΕΕ θα είναι πλέον ανοιχτή χωρίς προσχήματα. 
Οι συνέπειες αυτών των επιλογών θα είναι τραγικές. Το περιβόητο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους μικρή ανακούφιση θα προσφέρει, αφού θα διατηρηθεί όλο το υπέρογκο χρέος που ήδη συσσωρεύεται προς την ίδια την Τρόικα και τους μηχανισμούς της, άρα θα παραμείνουμε σε συνθήκη υπερχρέωσης. Τα νέα προγράμματα λιτότητας θα είναι κυριολεκτικά εξοντωτικά. Πλάι στη ήδη συντελεσθείσα τεράστια περικοπή μισθών τυπικά στο δημόσιο και άτυπα στον ιδιωτικό τομέα μέσω της ανασφάλειας και της εργοδοτικής τρομοκρατίας, θα έρθουν και νέες ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις. Κρίσιμες δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες, στην εκπαίδευση, στην πρόνοια και την Υγεία απλώς θα κλείσουν, θα έχουμε πολύ λιγότερα σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια και δομές πρόνοιας. Οι συντάξεις θα διακυβευτούν, ιδίως από τη στιγμή που τα ασφαλιστικά ταμεία θα υποστούν τεράστια πλήγματα από το «κούρεμα» του χρέους, εφόσον ομόλογα και έντοκα γραμμάτια που κατείχαν ως περιουσιακά στοιχεία θα απαξιωθούν. Τεράστιο τμήμα του εθνικού πλούτου, είτε με τη μορφή δημόσιων επιχειρήσεων, είτε με τη μορφή ακινήτων και εκτάσεων θα εκποιηθεί και μάλιστα σε τιμές που θα παραπέμπουν σε λεηλασία. 
Όλα αυτά θα συνοδευτούν από μια ωμή συνθήκη επιτροπείας, με «τεχνοκράτες» από την ΕΕ και ιδίως τη Γερμανία να λειτουργούν ως ένας ιδιότυπος στρατός οικονομικής κατοχής και να υπαγορεύουν πολιτικές και μέτρα. Ακόμη χειρότερα, θα κυριαρχήσει μια νεοαποικιοκρατική λογική που θα αντιμετωπίζει μια ολόκληρη κοινωνία ως ανίκανη να κρίνει μόνη τις προτεραιότητές της. 
Πλήρες σχέδιο μπορεί να μην υπάρχει• αυτό, άλλωστε, εξηγεί τις παλινωδίες σε σχέση με την αναδιάρθρωση του χρέους ή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ή τον ανοιχτό κίνδυνο η ελεγχόμενη αναδιάρθρωση χρέους να μετατραπεί σε «πιστωτικό γεγονός» και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Πόσω μάλλον, που η κρίση χρέους αγγίζει και τον πυρήνα της ΕΕ και αναδεικνύει τις δομικές αντιφάσεις της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Όμως, οι δυνάμεις του κεφαλαίου ξέρουν καλά ότι ενίοτε το μονοπάτι φτιάχνεται περπατώντας, ότι δηλαδή, ακόμη και απουσία σχεδίου, ακόμη και εν μέσω ανοιχτά κρισιακών φαινομένων, η ίδια η συντριβή και ταπείνωση του ταξικού αντιπάλου, η βίαιη υποτίμηση της εργατικής δύναμης, το τσάκισμα αντιστάσεων, το άνοιγμα πεδίων στην επένδυση και τη συσσώρευση διαμορφώνει καλύτερες συνθήκες για να αναμετρηθούν με την κρίση, έστω και αν η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της κερδοφορίας εξακολουθεί να απαιτεί ένα νέο κοινωνικό, τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα που ακόμη δεν έχει αναδυθεί. 
Και αυτή είναι η ουσία του «πειράματος Ελλάδα»: μια τεράστια άσκηση νεοφιλελεύθερης κοινωνικής μηχανικής με βασικό μοχλό το διπλό εκβιασμό του χρέους και του ευρώ και την νεοαποικιοκρατική οικονομική και πολιτική επιτροπεία από την Τρόικα. Η συχνή επίκληση της τόσο προσφιλούς στους νεοφιλελεύθερους «δημιουργικής καταστροφής», δύσκολα μπορεί να συγκαλύψει ότι μιλάμε για «καταστροφική καταστροφή», για την ταπείνωση μιας κοινωνίας με σκοπό να γίνει ξανά πρόσφορη για επενδύσεις.  
Η ελληνική αστική τάξη, αφού συνειδητοποίησε ότι το πάρτι τελείωσε, αφού είδε ότι τα σχέδια για ηγετική θέση στα Βαλκάνια, έστω και προσωρινά πάνε πίσω, σπεύδει να αγκαλιάσει αυτή τη στρατηγική. Ξέρει ότι η ύφεση, η μειωμένη πρόσβαση σε δάνεια και το κραχ ζήτησης που είναι σε εξέλιξη την πιέζει, αλλά, βοηθούντων και των καταθέσεων στο εξωτερικό, ελπίζει ότι η προοπτική μιας εκμετάλλευσης χωρίς κανένα όριο, μέσα από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και τη καταβαράθρωση του κόστους εργασίας θα της δώσει νέα περιθώρια κερδοφορίας. Γι’ αυτό αποδέχεται τη συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, γι’ αυτό και αποδέχονται τα ηγεμονικά της τμήματα την προοπτική ακόμη και μιας παρατεταμένης ύφεσης και της απαξίωσης πολλών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, εάν πρόκειται να τροποποιηθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης. 
Είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία βιώνει μια κατακλυσμιαία αλλαγή. Δυνατότητα επιστροφής στο πώς ήταν τα πράγματα πριν ξεκινήσουν όλα αυτά δεν υπάρχει. Τα πράγματα δεν πρόκειται να ξαναγίνουν ίδια. Είτε θα εμπεδωθεί η συνθήκη καταστροφής, με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ ή «εθνικής ενότητας», οπότε θα μιλάμε για πολλά χαμένα χρόνια και για ένα κοινωνικό τοπίο «έρημης χώρας». Είτε θα ανοίξουν δρόμοι μιας διαφορετικής πολιτικής. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι αυτή. Θα είναι μια αναγκαστική προσαρμογή της αστικής πολιτικής στις συνθήκες μια πρωτοφανούς κρίσης νομιμοποίησης, πιθανώς με μια ηπιότερη παραλλαγή των μέτρων, χωρίς να αναιρείται το κεκτημένο των τομών; Ή μήπως θα είναι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το άνοιγμα δρόμων πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικού μετασχηματισμού; 
Αυτή είναι η πρόκληση. Σήμερα ο ιστορικός χρόνος επιταχύνεται και τα ενδεχόμενα αποκτούν ξεχωριστή υλική βαρύτητα. Οι κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται, είτε ρητές, είτε βουβές και υπόγειες, έχουν σαφές εξεγερσιακό στίγμα και αυτό έχει αποτυπωθεί σε όλες τις διαφορετικές στιγμές του λαϊκού ξεσηκωμού τα τελευταία την ίδια ώρα που η κρίση νομιμοποίησης αποσαθρώνει τα θεμέλια της αστικής ηγεμονίας και μπορεί να κάνει ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια να αγκαλιάσουν και να αποδεχτούν τομές στην κοινωνική οργάνωση να συναντηθούν με μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική, να αποδεχτούν την αναγκαιότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Η κρίση, όπως και ο πόλεμος, μπορεί να αποτελέσει το μεγάλο επιταχυντή. Όμως, όλα αυτά απαιτούν πολιτική ηγεσία και κατεύθυνση των λαϊκών δυνάμεων. Χρειάζεται εκείνη η Αριστερά που θα να οργανώσει την αντίσταση, να εξασφαλίσει τη σωτηρία των λαϊκών τάξεων, παλέψει για την ανατροπή.  
Εδώ, όμως, βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση. Σήμερα, η πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική κρίση της Αριστεράς αντικειμενικά ενισχύει τις αστικές δυνάμεις. Για πολύ καιρό η Αριστερά είχε βολευτεί σε μια υποτελή θέση μέσα στο πολιτικό σύστημα. Συνέβαλε σε κινήματα και αντιστάσεις σημαντικά, καθώς διεκδικούσε, εν μέσω μιας καπιταλιστικής αναπτυξιακής δυναμικής, τη διατήρηση κάποιων κατακτήσεων ή την αποτροπή τομών σε χώρους προνομιακούς όπως η νεολαία ή το δημόσιο. Οι αγώνες αυτοί άφησαν ένα κεκτημένο διεκδικητισμού και κινηματικής «παραβατικότητας», όμως δεν διεκδικούσαν τη συνολική αμφισβήτηση της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η φιλοδοξία αυτής της αριστεράς περιοριζόταν στην αντίσταση σε πλευρές των αναδιαρθρώσεων, στην ιδεολογική κριτική και στη αναπαραγωγή του διακριτού εκλογικού στίγματος της αριστερής διαμαρτυρίας. Είτε στην εγκεφαλική αναδιατύπωση της επαναστατικής στρατηγικής από το ΚΚΕ, είτε στη σταδιακή απομάκρυνση του ΣΥΝ και αργότερα του ΣΥΡΙΖΑ από τον κυβερνητισμό (χωρίς όμως απογαλακτισμό από τον ευρωπαϊσμό), είτε στην αντικαπιταλιστική ρητορεία της επαναστατικής αριστεράς, η Αριστερά άφηνε τη στρατηγική γι’ αργότερα. 
Αυτό εξηγεί γιατί η Αριστερά φαντάζει, παρ’ όλη την αγωνιστική εντιμότητά της, σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν αφασική, μηρυκάζοντας συνθήματα και οριοθετήσεις που θα έλεγε και 10 χρόνια πριν. Αυτό εξηγεί γιατί σήμερα δεν βγαίνουν βιβλία όπως η «Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Δημήτρη Μπάτση. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν ικανοί άνθρωποι. Είναι ότι η σημερινή Αριστερά δεν έχει την αυτοπεποίθηση να πει ότι μπορεί να προτείνει με ποιο τρόπο αυτή η χώρα μπορεί να οργανωθεί, να λειτουργήσει, να παράγει με μη καπιταλιστικό τρόπο, με πραγματική ευημερία και σεβασμό στο περιβάλλον, δεν έχει πραγματική εμπιστοσύνη ότι ο κόσμος της εργασίας και της γνώσης μπορεί πραγματικά να εξασφαλίσει την επιβίωση και το μέλλον του τόπου, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, δεν πιστεύει ότι μπορεί να ανασημασιοδοτήσει την αυθόρμητη διεκδίκηση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που βγαίνει στις κινητοποιήσεις σε ένα σχέδιο για τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτό εξηγεί γιατί συχνά οι ορθές τοποθετήσεις υπέρ της εξόδου από το ευρώ παρουσιάζονται ως τεχνικές νομισματικές προτάσεις και όχι ως απαρχές ριζικών μετασχηματισμών, όπως και γιατί η παραμονή εντός του «ευρωπαϊκού δρόμου» νομιμοποιείται στο όνομα γενικών αντικαπιταλιστικών στόχων ή γιατί η επαναστατική τομή παραπέμπεται από το ΚΚΕ σε έναν... παράλληλο χωροχρόνο.  
Όμως, ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος, αντίθετα μας πιέζει. Τα παράθυρα ευκαιρίας που δίνει η όξυνση της οικονομικής κρίσης, η τραγική πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης, η αποτυχία ουσιαστικά μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης που προσπάθησε να προσδέσει τις λαϊκές τάξεις, σε ένα ιστορικά αποτυχημένο πρότυπο ανάπτυξης, το βάθεμα των ρηγμάτων στις σχέσεις εκπροσώπησης και η διατήρηση στοιχείων εξεγερσιακής αυτοπεποίθησης δεν θα υπάρχουν εσαεί. Πάνω στον επιταχυνόμενο χρόνο της κρίσης και της εξέγερσης μπορεί να επικαθίσει ο αργός και βασανιστικός χρόνος της ήττας και της κοινωνικής ερήμωσης.  
Ούτε έχουμε την πολυτέλεια απλώς να διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τεράστιες κοινωνικές δυναμικές, όπως αυτές που φάνηκαν στις 19-20/10, αλλά αυτές απαιτούν μια άλλη πολιτική κατεύθυνση για να γίνουν νικηφόρες. Χρειαζόμαστε τα βήματα που θα ανοίγουν ένα άλλο τοπίο. Για να το πούμε διαφορετικά: χρειάζεται να μπορέσουμε να κάνουμε το βήμα από την αναγκαία αρνητικότητα της εργατικής αντίστασης και του ταξικού ανταγωνισμού στη αναγκαστικά διακυβευόμενη θετικότητα ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου. Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε με όρους ηγεμονίας και ιστορικού μπλοκ, δηλαδή να αναμετρηθούμε με το ερώτημα ποια κοινωνική συμμαχία μπορεί να ορίσει την προοπτική του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Για να δώσουμε μερικές άτσαλες ιστορικές αναλογίες, θα λέγαμε ότι όπως ακριβώς το 1909 οι δυναμικές μερίδες της αστικής τάξης απέσπασαν την ενεργητική συναίνεση των λαϊκών τάξεων σε ένα σχέδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κρατικού εκσυγχρονισμού και εθνικής ολοκλήρωσης, ή στη διάρκεια της Κατοχής διαμορφώθηκε ένα ευρύτερο μπλοκ λαϊκών τάξεων που με την καθοδήγηση της κομμουνιστικής Αριστεράς διεκδίκησε να σφραγίσει την πορεία του τόπου μετά την ανοιχτή προδοσία της αστικής τάξης και των εκπροσώπων της, έτσι και σήμερα οι δυνάμεις της εργασίας καλούνται να αποτρέψουν το ενδεχόμενο της οριακής ιστορικής οπισθοδρόμησης στον οποίο οδηγούν τα πράγματα οι αστικές δυνάμεις.  
Σίγουρα αυτό δεν είναι εύκολο. Απαιτεί τη συγκέντρωση πραγματικής γνώσης για την κοινωνία, απαιτεί νέες συλλογικές κοινωνικές δεξιότητες, χρειάζεται πρωτότυπες απαντήσεις. Όμως, μέσα από τους ίδιους τους αγώνες, μέσα από τη δράση σε πάρα πολλά μέτωπα υπάρχει πλήθος αγωνιστών που δεν έχει απλώς συνδικαλιστική ή κινηματική εμπειρία• γνωρίζει ταυτόχρονα πώς μπορούν κρίσιμοι τομείς να λειτουργήσουν με μη καπιταλιστικό τρόπο. Έχουμε ταυτόχρονα και ένα πεδίο να δοκιμαστούμε. Η συγκυρία της κρίσης και της αντίστασης αναγκαστικά θα παράγει και τους αντι-θεσμούς της λαϊκής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Όλα αυτά δεν είναι μόνο όργανα πολιτικής παρέμβασης, μπορούν και οφείλουν να είναι πεδία μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης και επανοικειοποίησης, χώρων, πόρων, μηχανισμών: λαϊκά συσσίτια, δωρεάν μαθήματα και πολιτιστικές δραστηριότητες στα σχολεία, λειτουργία νοσοκομείων και κέντρων υγείας χωρίς αντίτιμο, οργανωμένα συνεργεία επανασύνδεσης του ρεύματος, δίκτυα μη εμπορευματικών ανταλλαγών, όλα αυτά, μαζί με τις λαϊκές συνελεύσεις, τα σωματεία και τους συλλόγους, μπορούν, εάν γενικευτούν, να διαμορφώσουν όντως τα πρώτα σπέρματα μιας δυαδικής εξουσίας, της ανάδυσης, δηλαδή, νέων πολιτικών και κοινωνικών μορφών και όχι απλώς αντιστάσεων.  
Σίγουρα, επίσης, όλα αυτά απαιτούν και την αναμέτρηση με το ερώτημα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Η άρνηση του κυβερνητισμού ή των κοινοβουλευτικών αυταπατών, ή η υπενθύμιση ότι χωρίς τσάκισμα του κατασταλτικού μηχανισμού οι κατακτήσεις οποιασδήποτε εκδοχής εξουσίας των λαϊκών τάξεων θα είναι υπό διακινδύνευση, είναι απλώς οι αναγκαίες αφετηρίες, όχι οι πλήρεις απαντήσεις. Ούτε αρκεί η αναπαραγωγή μιας μυθολογίας της επαναστατικής μετάβασης ως «μεγάλης νύχτας» ή σύντομης εξέγερσης. Όχι γιατί η μετάβαση δεν θα είναι βίαιη, αλλά γιατί αποτελεί τραγική επίγνωση του κομμουνιστικού κινήματος ότι σε χώρες με σχετικά αναπτυγμένους πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς, η διαδικασία μετάβασης θα είναι πολύ πιο σύνθετη και αντιφατική. Και γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα δεν είναι να ξορκίζουμε προκαταβολικά κάθε ενδεχόμενο αναμέτρησης της Αριστεράς με την κυβερνητική εξουσία, αλλά πρωτίστως να σκεφτόμαστε με ποιο τρόπο παράλληλα θα οικοδομούμε όλο το φάσμα των αναγκαίων μορφών της λαϊκής αντι-εξουσίας, όλο το εύρος των αναγκαίων μορφών συλλογικής αυτοοργάνωσης, αυτοάμυνας και αυτοδιαχείρισης, που θα δώσουν τη δυνατότητα ακόμη και τέτοια ενδεχόμενα αντιφατικών κυβερνήσεων υπό την πίεση και τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος να λειτουργήσουν ως κρίσιμες αφετηρίες μιας διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού. 
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς πολιτικό νεύρο και ραχοκοκαλιά, απαιτούν τη συσπείρωση ενός ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού δυναμικού που να δουλέψει σκληρά με την επίγνωση ότι εντάσσεται σε ένα κοινό σχέδιο. Η σημερινή γεωμετρία της Αριστεράς, η σημερινή διάταξη των πόλων και των σχηματισμών της δεν αναλογεί ούτε στις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της, ούτε στις δυνατότητες συνάντησης αγωνιστών με διαφορετική προέλευση γύρω από αυτή την αναζήτηση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ούτε μπορεί να δώσει προοπτική σε όλους εκείνους τους αγωνιστές που δεν είχαν προηγούμενη ένταξη ή μπορεί να ήταν και στην επιρροή των αστικών κομμάτων και σήμερα ριζοσπαστικοποιούνται και αναζητούν ένα συνολικά διαφορετικό δρόμο και ένα πολιτικό χώρο που να μην είναι απλώς έκφραση μιας πολιτικής ευαισθησίας αλλά να διεκδικεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η απόρριψη της λογικής είτε της αυτόκεντρης κομματικής «λαϊκής συμμαχίας» είτε του αντιμνημονιακού μετώπου χωρίς αιχμές και στόχους, είτε του γενικόλογου αντικαπιταλιστικού βερμπαλισμού και σεχταρισμού.  
Σε αυτό το φόντο, η στρατηγική του Αριστερού Μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση δεν προκύπτει ούτε μόνο – ούτε κυρίως – από το τοπίο της Αριστεράς και τις όποιες ανακατατάξεις είναι σε εξέλιξη εκεί κύρια με τη μορφή καλοδεχούμενων ρήξεων με τον αριστερό ευρωπαϊσμό του ΣΥΝ και τον αριστερό σεχταρισμό του ΚΚΕ. Πρώτα και κύρια θέλει να ψηλαφίσει τη συνολικότερη πρόκληση που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, μέσα στη συνθήκη του λαϊκού ξεσηκωμού. Αναδύεται μέσα στην δυναμική των λαϊκών αγώνων, στην ανάγκη να οικοδομηθούν πρωτότυπες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, στην πρόκληση της συλλογικής επεξεργασίας ενός εναλλακτικού σχεδίου ανάπτυξης, μιας πραγματικής παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική ανάπτυξη. Αφορά εξίσου το ξεδίπλωμα των αγώνων, την συνάρθρωση της λαϊκής συμμαχίας και την πολιτική συγκρότηση. Δεν σημαίνει «ενότητα» ούτε αλλαγή συσχετισμών, αλλά ανασύνθεση, ρήξη και νέα σύνθεση, συνάντηση όλου του πολιτικού και κοινωνικού δυναμικού που σήμερα μπορεί να αποτελέσει τη μαγιά ενός τέτοιου πολιτικού και κοινωνικού κινήματος για την ανατροπή της επίθεσης, τη διεκδίκηση της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις, την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, το άνοιγμα δρόμων κοινωνικού μετασχηματισμού. Η πρόκληση του ενός σύγχρονου αριστερού αντικαπιταλιστικού μετώπου είναι η πρόκληση να ξαναγίνει η Αριστερά η ηγέτιδα δύναμη του έθνους των εργαζομένων.  
Ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ο χώρος της αριστεράς που δεν γοητεύτηκε από τις σειρήνες της εξουσίας, που επέμεινε στον επαναστατικό δρόμο σε χαλεπούς καιρούς, και που με το ενωτικό εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε ότι μπορεί να κάνει τομές με τον εαυτό του, έχει σήμερα την ιστορική ευθύνη να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες.  
Με τη συγκρότησή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε ότι σε ένα τοπίο της Αριστεράς που το χρωματίζει η αντιπαλότητα και ο ενδοαριστερός εμφύλιος, μπορούσε να υπάρξει ενωτική δυναμική, με υπέρβαση προηγούμενων αντιπαραθέσεων και ανάδειξη νέων συνθέσεων. Όμως, η δυναμική του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν περιορίζεται μόνο την ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Επεδίωξε εξαρχής να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα στο κίνημα και την Αριστερά, για να ξαναγίνει η Αριστερά συνώνυμη με την αντίσταση, την αλληλεγγύη και την ανατροπή.  
Τέτοιες πολιτικές πρωτοβουλίες όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστικές προς την ανάγκη να συγκροτηθεί δημοκρατικά, να συζητήσει πολιτικά και να ενισχυθεί οργανωτικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά αντίθετα μόνο μια ισχυρή, πραγματικά πολιτική και δημοκρατική ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες. Ακόμη περισσότερο, εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όντως δεν συγκροτήθηκε για την απλή ενότητα του χώρους της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, αλλά για να αλλάξει συνολικά τα πράγματα στο κίνημα και την Αριστερά, τότε μόνο τέτοιες πρωτοβουλίες, μόνο μια τέτοια μετωπική λογική μπορεί να τη δικαιώσει και μόνο μια τέτοια κατεύθυνση όντως θα συνεχίσει να στρέφει το βλέμμα του κόσμου της Αριστεράς προς το μέρος μας. Η πολιτική αποτελεσματικότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί πια να μετριέται με τα κριτήρια μιας προηγούμενης περιόδου, όταν η προτεραιότητα ήταν απλώς η συμβολή σε αντιστάσεις η υπεράσπιση της αυτοτέλειας της Αριστεράς του επαναστατικού δρόμου. Πλέον θα κριθούμε ως προς το εάν θα αποτρέψουμε μια πραγματική κοινωνική καταστροφή που είναι σε εξέλιξη και εάν θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε μια συνθήκη πρωτοφανούς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης για να δρομολογήσουμε διαδικασίες πολιτικής ανατροπής και κοινωνικού μετασχηματισμού. Γι’ αυτό και πρέπει τολμηρά σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανοιχτή πολιτική πρόταση, προς όλες τις τάσεις τα ρεύματα και τους αγωνιστές της Αριστεράς που αναζητούν ένα διαφορετικό δρόμο, να εγκαταλείψουν είτε τους μοναχικούς δρόμους είτε τον εγκλωβισμό στα αδιέξοδα των σημερινών ηγεσιών της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και να προχωρήσουμε μαζί στη συνδιαμόρφωση ενός σύγχρονου αριστερού αντικαπιταλιστικού μετώπου, στη βάση του αναγκαίου σήμερα προγράμματος πάλης (διαγραφή χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, ριζική αναδιανομή εισοδήματος, κατοχύρωση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας), με επιμονή στην κατεύθυνση του λαϊκού ξεσηκωμού, της ταξικής ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος, και της ρήξης με τον κυβερνητισμό στο όνομα μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. 
Κανείς μας δεν πρέπει να θέλει μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ βολεμένη στο να κατοχυρώνει απλώς το χώρο της. Θέλουμε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που να παίρνει πρωτοβουλίες και να αλλάζει το τοπίο, να αναμετριέται με τις ιστορικές ευθύνες της, να δίνει σχήμα και περιεχόμενο στην ελπίδα που μια ολόκληρη κοινωνία αναζητά με αγωνία.




Κείμενο #9 , Από τη Συνέλευση της ΤΕ Νέας Ιωνίας - Νέας Φιλαδέλφειας - Νέας Χαλκηδόνας .


Μετά την ολομέλεια της Κυριακής 23 Οκτωβρίου 2011 της Τ.Ε. Νέας Ιωνίας-Φιλαδέλφειας  η οποία είχε αποκλειστικό θέμα τη συζήτηση γύρω από την πρόταση του ΚΣ για το οργανωτικό και το πολιτικό , διαμόρφωσε τις παρακάτω προσθήκες.
1)Στο οργανωτικό, η πρόταση της Τ.Ε. είναι να αναφέρεται ξεκάθαρα στο κείμενο η δημιουργία κλαδικών Επιτροπών.
2)Στο κείμενο των πολιτικών θέσεων προτείνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις :
Σημείο 17 :Να προστεθεί η φράση : ”Η ίδια η καπιταλιστική κρίση και ο εντεινόμενος οικονομικός ανταγωνισμός δημιουργούν την ανάγκη για αυξανόμενη καταστολή και την συρρίκνωση της ίδιας της αστικής δημοκρατίας κάνοντας πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής δικτατορίας.Το κίνημα έχει λόγο στους στόχους ανάδειξης των ζητημάτων δημοκρατίας.”
Σημείο 35 : Να αφαιρεθούν οι 2 γραμμές στο μέσο της 1ης παραγράφου που αναφέρουν ότι : ”Φυσικά, η στάση των ταξικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις δεν είναι ίδια με τη στάση απέναντι σε καθαρά
αστικές κυβερνήσεις”
Σημείο 36 στο μέσο της 2ης παραγράφου που αναφέρεται στο από πού εμπνέεται ο αγώνας μας προσθήκη : ”αλλά και από τα σημερινά επαναστατικά εγχειρήματα στο Μεξικό,το Νεπάλ και την Ινδία.”
Σημείο 40 : Στο σημείο που αναφέρεται στον εργατικό -κοινωνικό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης ,προσθήκη : ”Επιβολή περιορισμών, ελέγχων μέχρι την οριστική κατάργηση των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε και μέχρι τότε προσπάθεια συγκρότησης-ενίσχυσης εναλλακτικών-κινηματικών μέσων ενημέρωσης.”
Επίσης στο ίδιο σημείο 40, στο τέλος του που αναφέρεται στις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό να προστεθεί : ”Νομική αναγνώριση και κατοχύρωση  των ομόφυλων σχέσεων.”



Κείμενο #8 , Από τους σφους  Αναστούλη Παύλο, Αποστολίδη Αλέξανδρο,     Βαρβάκη Αρχοντούλα, Βαχαβιώλου-Καπράνου Νίκη,  Γιαζκουλίδη Δάκι,     Γιαννικοπούλου 'Αννα, Γουδέλη Τάσο, Θεολόγου Σταύρο, Κάντζια Αλέξανδρο,     Κάρδαρη Μαρία, Κακατσάκη Θεοκλή, Κόλλια Αθανάσιο, Κοτσαμπάσογλου Αντώνη,     Κοσκώση Έφη, Κουφάκη Γιώργο, Κρασσά Λουκία,  Κυπριώτη Λάμπρο, Μανιάτη Πέτρο,  Μαυρομμάτη Σάσα, Μιλτσακάκη Μιχάλη, Μιμιγιάννη Δημήτρη,     Μιχαλοπούλου Ελένη,  Μπαλαδάκη-Κόττα Νικόλαο,  Μπικάκη Μαρία,  Μπούρα Φίλιππο, Νεοφύτου Ιωάννα, Ξιφαρά Μαρία, Παναγιωτόπουλο Θοδωρή,     Παπαβασιλείου Δέσποινα, Πίσχινα Βαγγέλη, Σπάιερ Ορέστη, Τζιορτζιώτη Σταύρο,     Τριανταφυλλίδη Στέφανο, Τρουλλινού Ηρώ,  Φύτρο Πέτρο, Χριστοδουλόπουλο Ζάχο,     Χριστοδουλουπούλου Αναστασία (ΤΕ Βύρωνα-Καισαριανής-Παγκρατίου) 


Θέσεις/Προτάσεις για την οργανωτική δομή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μετά την ολομέλεια της Πέμπτης 6 Οκτωβρίου 2011 της Τ.Ε. Βύρωνα-Καισαριανής-Παγκρατίου η οποία είχε αποκλειστικό θέμα τη συζήτηση γύρω από την πρόταση του ΚΣ για το οργανωτικό, διαμορφώθηκε από ένα μεγάλο μέρος των παρόντων μελών της Τ.Ε. και υπογράφεται και από άλλα μέλη της Τ.Ε. η κάτωθι άποψη:
Θεωρούμε την εισήγηση/θέση για το οργανωτικό του ΚΣ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως βάση για την συζήτηση. Εκτιμούμε ωστόσο πως το κείμενο έχει πολλές ελλείψεις και αδυναμίες και για αυτό τον λόγο, διατυπώνουμε μερικές θέσεις-προτάσεις γύρω από αυτό το θέμα:
 
1. Θεωρούμε πως η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συμπεριλάβει ως ισότιμο πρωτογενές κύτταρο, μαζί με τις τοπικές και τις κλαδικές επιτροπές. Οι κλαδικές επιτροπές, εκλέγουν κανονικά αντιπροσώπους στις Συνδιασκέψεις και έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν και οι τοπικές.
2. Θεωρούμε κρίσιμου χαρακτήρα την αναγκαία εμβάθυνση της αλληλεπίδρασης μεταξύ βάσης και ηγεσίας.Στην κατεύθυνση αυτή προτείνουμε τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος συμμετοχής εκπροσώπων των τοπικών και κλαδικών επιτροπών στην Κ.Σ.Ε., οι οποίοι θα έχουν το καθήκον της μεταφοράς των απόψεων/αποφάσεων των επιτροπών στην ΚΣΕ και αντίστοιχα, την μεταφορά των συζητήσεων της ΚΣΕ στις αντίστοιχες επιτροπές.  
3. Αντιλαμβανόμαστε επίσης σαν σημαντικό ζήτημα, την ανάγκη εναλλαγής (κυκλικότητα) στα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πχ χρονικό όριο στην θητεία των μελών στα όργανα αυτά).  
4. Χρειάζεται να δημιουργηθεί η αναγκαία περιφερειακή δομή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (συγκρότηση ενδιάμεσων οργάνων σε περιφερειακό επίπεδο) με στόχο την καλύτερη, αποτελεσματικότερη και πιο δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε πανελλαδικό επίπεδο. 
5. Πιστεύουμε πως η Συνδιάσκεψη πρέπει να εκλέγει μόνο το Πανελλαδικό Σώμα/Συντονιστικό, το οποίο είναι υπεύθυνο με τη σειρά του για την εκλογή της Κ.Σ.Ε. Με τον τρόπο αυτό θα αποφύγουμε τη δημιουργία 2 παράλληλων κεντρικών οργάνων και τελικά την μετατροπή του Πανελλαδικού Σώματος /Συντονιστικού σε απλό, διακοσμητικό όργανο.  
6. Οι τοπικές και οι κλαδικές επιτροπές συνεδριάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα (τα οποία αποφασίζουν αυτές) με κατεύθυνση την σταθεροποίηση σε μηνιαία βάση. Οι ολομέλειες αυτές έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα, χρειάζεται δε να υπάρχει έγκαιρη ενημέρωση όλων των μελών και ενδεικτική θεματολογία η οποία να γνωστοποιείται έγκαιρα για την προετοιμασία και την ουσιαστική συμβολή όλων των μελών στις αποφάσεις.  
7. Προτείνουμε τη συγκρότηση στα πλαίσια του Πανελλαδικού Σώματος/Συντονιστικού μιας γραμματείας συνδικαλισμού με αρχικά συμβουλευτικό χαρακτήρα και με στόχο τη συμβολή στην προσπάθεια απόκτησης κοινής αντίληψης και δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό κίνημα.  
Τέλος, κοινός προβληματισμός αρκετών μελών της τκ, αναπτύχθηκε γύρω από το εξής ζήτημα: Πως οι τελικές αποφάσεις της 1ης πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με όλες τις τροποποιήσεις/αλλαγές που θα αποτυπωθούν στο κείμενο για το οργανωτικό που θα ψηφιστεί, θα οδηγήσουν στη μετατροπή των τοπικών και των κλαδικών επιτροπών σε ουσιαστικά κύτταρα παραγωγής πολιτικής.




Κείμενο #7 , Από τον σφο Δημήτρη Αργυρό (ΤΕ Ιωαννίνων) 


Για μια ανατρεπτική κοινή δράση της αριστεράς 
Οι μεγαλειώδεις απεργίες στις 19-20 Οκτώβρη παρόλο  τους οπορτουνισμούς, τους σεχταρισμούς του ΠΑΜΕ και της αναρχίας και τις προβοκάτσιες του παρακράτους έχει μετατρέψει την κυβέρνηση του Γ.Α.Π  σε άταφο πτώμα.
Ο εργαζόμενος λαός μίλησε και τίποτε δεν είναι όπως πάλαια αν και όπως λέει και το τραγούδι τίποτε δεν έχει αλλάξει. Με το πείσμα όμως να έχει μετατραπεί σε αγώνα, αντίσταση και ανατρεπτική διάθεση. Τώρα αν η αριστερά δεν μπορεί να είναι σίγουρη πως κάποιος άλλος θα μπορέσει…
Οι νέες συνθήκες μεγιστοποιούν τις ευθύνες των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να βγουν προς τα έξω με λόγο ενοποιημένο και αποφασιστικό, με οδηγό το πρόγραμμα που έχει διαμορφώσει η συλλογική συνείδηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρόγραμμα μεταβατικών αιτημάτων για την σωτηρία του εργαζόμενου λαού από την χρεοκρατία. Με στρατηγικό στόχο την κοινωνική απελευθέρωση και τον κομμουνισμό, όχι τον κομμουνισμό του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά τον κομμουνισμό της κοινωνίας των «ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών».
Προοπτική που θα πρέπει να αντανακλάτε με όλα τις δυσκολίες και τα ερωτήματα στο κίνημα που διαμορφώνεται στο σήμερα αλλά και στην οργανωμένη δημοκρατία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι αυτός ο διαφορετικός πολιτισμός, ένας ανατρεπτικός κομμουνιστικός πολιτισμός που κάνει την διαφορά μετατρεπόμενος σε κόμβο που αλλάζει ή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Και νομίζω πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μπορεί και θα τον εκφράσει διαποτίζοντας ολάκαιρο το κίνημα με δαύτον.
Στην κατεύθυνση ενός ανατρεπτικού αγωνιστικού πόλου της αριστεράς. Μιας ενότητας της αριστεράς από τα κάτω και μέσα στο κίνημα των εργαζόμενων, μέσα στις διαφορετικού τύπου μορφές λαϊκής αγωνιστικής αυτενεργείας, όπως αυτές αναδεικνύονται από το πολυμορφικό κίνημα του τελευταίου χρόνου. Ή όπως θα εκφραστούν το επόμενο διάστημα, κάνοντας τα γεγονότα να μην έχουν επιστροφή.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να παίξει ένα κομβικό καθοριστικό ρόλο στην κοινή δράση της αριστεράς από τα κάτω. Και μόνο μέσα από αυτή την κοινή δράση που θα βάζει μπροστά τους αγωνιστές και όχι τα επιτελεία και τους ινστρούχτορες δύναται να συγκροτηθεί ένα πλατύ αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο, ένα ταξικό ΕΑΜ  και όχι μια ΕΔΑ.
Μια ενότητα που μπορεί και πρέπει να συμπεριλάβει αγωνιστές και συλλογικότητες από τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο, από τον πατριωτικό αριστερό χώρο ακόμη και από το σοβαρό και κινηματικό τμήμα των αντιεξουσιαστών. Όλοι χωράνε στο πανηγύρι των καταπιεσμένων και αλιμονο σε αυτούς που θα μείνουν παρατηρητές ή θα πάνε απέναντι.
Μακριά και πέρα από κοινοβουλευτικές λύσεις και αυταπάτες, δίχως όμως να αρνείται την δυνατότητα και την αναγκαιότητα να δίνει την εκλογική μάχη. Εμβαθύνοντας τις αντιφάσεις του συστήματος και τον ταξικό επαναστατικό λόγο ακόμη και μέσα από την εκλογική μάχη.
Οργανώνοντας μια πολύμορφη δυαδική εξουσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, οργανώνοντας την δημοκρατία του κινήματος, οργανώνοντας την  πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με στόχο την ανατροπή του συστήματος και την συγκρότηση ενός εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης με βάση τις εργατικές λαϊκές επιτροπές, την οργανωμένη σχεδιοποιημένη οικονομική δημοκρατία. Έξω από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ  με βάση τον δημόσιο και συνεταιριστικό τομέα κάτω από πανκοινωνικό και όχι μόνο εργατικό έλεγχο.
Μόνο έτσι μπορεί να γίνει μια σοβαρή παραγωγική ανασυγκρότηση με γνώμονα τις κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες. Καθώς και την οικονομική-πολιτική και κοινωνική δημοκρατία. Όχι δεν μιλάμε για σοσιαλισμό σε μόνο μια χώρα αλλά για μια μεταβατική κατάσταση δυαδικής εξουσίας που μπορεί να βρει στο τιμόνι της χώρας αντίστοιχα μορφώματα και που είτε θα ολοκληρωθεί σε διεθνική κλίμακα με την παγκοσμιοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας, με τις ενωμένες κομμουνιστικές κοινότητες της Ευρώπης και του κόσμου, είτε ο καπιταλιστικός τρόπος θα ξαναεπιβάλει την αντεπαναστατική του κατάσταση.
. Σίγουρα αυτή η επαναστατική εξέλιξη στο βαθμό που θα συμβεί και θα συμβεί μόνο με μια ενωμένη αριστερά σε ανατρεπτική κατεύθυνση συνιστά το λενινιστικό σπάσιμο της αλυσίδας στο πιο αδύνατο κρίκο του- για αυτό και το έξω από την  ΕΕ είναι αντικειμενικά επαναστατικό αντικαπιταλιστικό αίτημα¬- που δύναται να φτάσει τις παγκόσμιες αντιφάσεις στα όρια τους που θα οδηγήσουν στην έκρηξη κι άλλων επαναστατικών διαδικασιών.
Για αυτό το λόγο οργανωτικά, δημοκρατικά, πολιτικά και φιλοσοφικά ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτά που με γοργό ρυθμό έρχονται, μετατρεπόμενοι σε καταλύτες των εξελίξεων ενώνοντας την αριστερά και τον κόσμο του αγώνα.
Τώρα εάν και κατά πόσο τα καταφέρουμε θα το κρίνει το δικαστήριο της ιστορίας, αλίμονο αν όμως δεν δοκιμάσουμε και δεν πειραματιστούμε, εξάλλου ο μόνος αγώνας που πάει χαμένος είναι αυτός που δεν έχει γίνει…                


Κείμενο #6 , Από το σφο Παντελή Αυθίνο (ΤΕ Καλλιθέας) και τη σφσα Ζέττα Μελαμπιανάκη (ΤΕ Νέας Σμύρνης)  


ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ -ΣΤΑΘΜΟΣ

1. Η Γενική Απεργία στις 19-20 Οκτώβρη αποτελεί έναν νέο σταθμό, στον παρατεταμένο κοινωνικό πόλεμο που ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια. Έναν σταθμό με αναβαθμισμένα ποιοτικά κινηματικά χαρακτηριστικά. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες που πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες,  διεκδικούσαν ταυτόχρονα  να μην περάσουν τα βάρβαρα μέτρα και να φύγουν η κυβέρνηση Παπανδρέου, η Τρόικα και το ΔΝΤ.   Ήταν η συνέχεια της 5ης Μάη του 2010, η συνέχεια του κινήματος των πλατειών, η συνέχεια των μεγάλων απεργιών του Ιούνη του 2011. Οι  καταλήψεις των Υπουργείων, ο ηρωικός αγώνας  των εργαζομένων στους Δήμους, οι  αμέτρητες  μικρές και μεγάλες απεργίες, κινητοποιήσεις και αντιστάσεις που ξετυλίχτηκαν το προηγούμενο διάστημα, ο σημαντικός ρόλος των συντονισμών σε πολλούς κλάδους, είναι ενδείξεις αναβάθμισης των ποιοτικών χαρακτηριστικών του κινήματος. Ανάλογη ένδειξη, είναι και η συντριπτική επικράτηση του αιτήματος «να φύγουν τώρα», που, αν και δεν βρισκόταν στο επίσημο πλαίσιο των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ-ΠΑΜΕ, είχε καταγραφεί σε αποφάσεις σωματείων και Ομοσπονδιών, αλλά και στα πανό και τα συνθήματα της λαοθάλασσας που διαδήλωνε. Ήταν μια πολιτική απεργία, με αίτημα την πτώση της κυβέρνησης. Γι αυτό, η υπερψήφιση του πολυνομοσχεδίου δεν έχει καμιά κοινωνική νομιμοποίηση. Η 19-20 Οκτώβρη, σήμανε την αρχή του τέλους της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που έχει απομείνει πλέον με 153 βουλευτές. Η άμεση κλιμάκωση με Γενική Πολιτική Απεργία Διαρκείας και αίτημα την πτώση της κυβέρνησης είναι απαραίτητη, ώριμη και αποτελεί επιτακτική ανάγκη που οφείλουν να εκπληρώσουν τα συνδικάτα και η αριστερά εδώ και τώρα.

2. Οι μηχανισμοί καταστολής, για ακόμη μια φορά επιτέθηκαν με μανία και τόνους χημικών ενάντια στους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους. Η τραγική κατάληξη αυτής της βαρβαρότητας ήταν ο θάνατος του οικοδόμου, μέλους του ΠΑΜΕ, γραμματέα του συνδικάτου οικοδόμων στο Βύρωνα. Δυστυχώς, γύρω από τη σωρό του νεκρού για αρκετές ώρες στήθηκε μια μεγάλη προπαγανδιστική επιχείρηση, που είχε σαν στόχο να μεταθέσει τις ευθύνες, από την αστυνομία και την κυβέρνηση, ειδικά στο τμήμα εκείνο του αντιεξουσιαστικού χώρου που συγκρούστηκε με την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ. Κυβέρνηση, δυνάμεις καταστολής και ηγεσία του ΚΚΕ, επεδίωξαν, τόσο να αθωώσουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, όσο και να ανάψουν το πράσινο φως σε ένα πογκρόμ κατά του αντιεξουσιαστικού χώρου. Στην επιχείρηση παραπληροφόρησης δυστυχώς δεν μετείχε μόνο η ηγεσία του KKE αλλά και άλλες δυνάμεις της αριστεράς, παρά το γεγονός πως στοχοποιήθηκαν και αυτές από τον Περισσό, που καταλήφθηκε από αμόκ λασπολογίας και συκοφάντησης. Αποδείχθηκε από το επίσημο ανακοινωθέν του νοσοκομείου Ευαγγελισμός ότι ο νεκρός αγωνιστής πέθανε από ανακοπή. Η χρήση επικίνδυνων χημικών από τα ΜΑΤ εναντίον των διαδηλωτών προκάλεσε το θάνατο του. Πρόκειται για ένα ακόμα έγκλημα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. 

3. Το KKE, τόσο την Τετάρτη όσο και την Πέμπτη, προχώρησε σε αποκλεισμό της πλατείας Συντάγματος. Με την κίνηση αυτή, η ηγεσία του κόμματος επιχείρησε συνειδητά να αντιπαρατεθεί με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα. Ο Περισσός απαγόρευσε σε συνδικάτα με ρόλο κλειδί στην εξέλιξη της απεργίας, όπως η ΠΟΕ-ΟΤΑ που είχε δεκάδες χιλιάδες μαχητικούς διαδηλωτές, την πρόσβαση στον χώρο μπροστά από την Βουλή. Η περικύκλωση της Βουλής από το ΠΑΜΕ τη δεύτερη ημέρα της πανεργατικής γενικής απεργίας, δεν έγινε για να εμποδιστεί η ψήφιση του μνημονιακού πολύνομοσχέδιου, αλλά για να προστατευτεί τη βουλή από την οργή των διαδηλωτών. Το ΠΑΜΕ έφτιαξε αλυσίδες για να μην περάσουν οι υπόλοιποι διαδηλωτές, τα συνδικάτα που δεν ανήκουν σε αυτό, τα άλλα κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς, ακόμα και το μπλοκ του κινήματος «Δεν Πληρώνω». Με την περιφρούρηση να έχει πλάτες στη βουλή και στα ΜΑΤ έκανε σαφή το στόχο του. Ακόμη και το Δεκέμβρη του 2008, όταν η ηγεσία του KKE κατάγγελλε σαν «κουκουλοφόρους» τους εξεγερμένους νέους και υποσχόταν επανάσταση που δεν θα σπάσει τζάμι,  δεν είχε τέτοια συμπεριφορά.  Οπωσδήποτε, η ηγεσία του ΚΚΕ, εκτίμησε ότι δε μπορεί να συνεχίσει να απέχει από ένα κίνημα της τάξης των 500.000. Κατάλαβε, πως η συνέχιση της αποχής κινδυνεύει να την οδηγήσει σε πολιτική απομόνωση και ενίσχυση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Γι αυτό,  εξήγγειλε περικύκλωση της Βουλής από το ΠΑΜΕ στις 20 Οκτώβρη. Με τους δικούς της όρους όμως. Με τους όρους δηλαδή «αποκατάστασης της τάξης» στο εσωτερικό του κινήματος. Η διαδήλωση θα πρέπει να είναι κόσμια και όχι «άγρια» και απειλητική προς τους βουλευτές, ο κόσμος θα πρέπει να μένει στο μπλοκ περιφρουρούμενος και οι φράχτες μπροστά από τη Βουλή πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Στο «κάτω κάτω», όπως έλεγαν μέλη του ΠΑΜΕ, «νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση είναι, έχει δικαίωμα να ψηφίσει ότι θέλει». Τελικά, για την ηγεσία του Περισσού, αυτό που έχει σημασία είναι να μην διαταραχτεί το αστικό πολιτικό σύστημα –του οποίου αποτελεί επίτιμο μέλος. Να διασφαλιστούν ομαλές πολιτικές εξελίξεις, μέσα στις οποίες το ΚΚΕ ελπίζει να δρέψει την πλειοψηφία των ψήφων του κόσμου που θα ήθελε να εκφραστεί προς τα αριστερά. Γι αυτό δεν είναι τυχαίο ότι πήρε τα εύσημα στα δελτία ειδήσεων: και από την Τρέμη, που διαπίστωσε με ανακούφιση ότι «το ΠΑΜΕ υπερασπίστηκε την έννομη τάξη» και από τον  Πρετεντέρη, που έντρομος δήλωνε ότι «οι αντιεξουσιαστές θα είχαν μπει μέσα στη Βουλή» την οποία, κατά τον Άδωνη Γεωργιάδη, «υπερασπίστηκε πατριωτικά το ΚΚΕ»!    

4. Όμως και όλα τα άλλα που συνέβησαν στην πλατεία Συντάγματος κατά τις δυο ημέρες 19-20/10 προκάλεσαν σοβαρή ζημιά στο εργατικό κίνημα. Η εξοργιστική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογεί τη βάρβαρη επίθεση εναντίον του. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος έχει τεράστια ευθύνη για την επίθεση αυτή. Η χρησιμοποίηση πετροπόλεμου και μολότοφ από την μεριά ορισμένων αναρχικών, εναντίον της περιφρούρησης και των οπαδών του KKE που είχαν συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα, είναι εγκληματική. Η χρήση βίας για την «λύση» των πολιτικών διαφορών μέσα στο κίνημα, είναι απαράδεκτη και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η πολιτική της ηγεσίας του KKE πρέπει να ηττηθεί πολιτικά μέσα στο κίνημα. Μέσα στις Γενικές Συνελεύσεις και τις μαζικές διαδικασίες του. 

5. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί και δε θα γίνει ανεκτή, η περιφρόνηση που δείχνει τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου, απέναντι στην θέληση των ίδιων των απεργών και των διαδηλωτών. Η χρήση βίας και η προσπάθεια εμβολισμού του μπλοκ των εκπαιδευτικών στις 19/10, από ομάδα του αντιεξουσιαστικού χώρου στο ύψος της Πανεπιστημίου στην Ομόνοια, είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της πρακτικής. Το κίνημα όμως είναι υποχρεωμένο να επιβάλλει την συλλογική και δημοκρατικά αποφασισμένη θέληση του σε οποιονδήποτε επιμένει να την αγνοεί.  

6. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑαναφέρεται στα γεγονότα της 20ης Οκτωβρίου σαν «προβοκατόρικη δράση κουκουλοφόρων εναντίων δυνάμεων του κινήματος» και μέσα από άρθρο στην Αυγή χαιρετίζει το «μάθημα» που έδωσε το ΠΑΜΕ στους «κουκουλοφόρους». Δεν βλέπει ότι όσο δολοφονική υπήρξε η επίθεση ενάντια στα μπλοκ του ΠΑΜΕ, άλλο τόσο δολοφονική ήταν η δράση της περιφρούρησης του ΚΚΕ που πέταγε διαδηλωτές από το ύψος της Βασιλέως Γεωργίου μέσα στην Πλατεία Συντάγματος. Δεν είδε την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ που δεν επέτρεψε στο «Δεν πληρώνω» να φτάσει μπροστά στην Βουλή. Δεν άκουσε την Παπαρήγα να στοχοποιεί το κίνημα «Δεν πληρώνω». Χωρίς αμφιβολία, οι σκοπιμότητες της πολιτικής πρότασης για μια «Κυβέρνηση της Αριστεράς» με πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του 1980 επιβάλλουν στην Κουμουνδούρου αυτήν την προσέγγιση. 

7. Mας προκαλεί λύπη η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σαν μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, περιμέναμε μια ανακοίνωση που θα αντιλαμβάνεται τους πραγματικούς πολιτικούς στόχους της ηγεσίας του ΚΚΕ. Που θα κατανοεί ότι η κοινή δράση και το ενιαίο μέτωπο του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να γίνει με τους όρους του ΠΑΜΕ. Ότι αυτό το ενιαίο μέτωπο οφείλει να γίνει με τους όρους του ίδιου του μαζικού κινήματος, με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που φάνηκε ότι μπορεί να αποκτήσουν οι αγώνες την περίοδο που προηγήθηκε της Γενικής Απεργίας. Πως η δράση του ΠΑΜΕ το διήμερο 19-20/10/2011 υπονομεύει αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η ανακοίνωση του Κεντρικού Συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως υποκλίνεται μπροστά στις επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ και –ακόμα χειρότερα- τις δικαιολογεί πολιτικά. Το Κεντρικό Συντονιστικό οφείλει κατά την άποψη μας να αποσύρει αυτήν την ανακοίνωση. 
8. Τέλος, η προβοκατορολογία πρέπει να σταματήσει. O κόσμος που με τόση ευκολία αποκαλούμε «κουκουλοφόρους –προβοκάτορες», είναι ένα συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι νεολαίας που επηρεάζεται από τις ιδέες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Είναι σαφέστατα πρόβλημα της Αριστεράς συνολικά, που αδυνατεί να πλησιάσει αυτή την άνεργη και χωρίς μέλλον νεολαία, πράγμα που κάνει με μεγάλη ευκολία ο αντιεξουσιαστικός χώρος. Τμήμα αυτού του χώρου, κινείται με λογική υποκατάστασης του κινήματος, αναγόρευσης του εαυτού του σε επαναστατικό υποκείμενο, βάζοντας απέναντι τους υπόλοιπους διαδηλωτές τους οποίους θεωρεί «συμβιβασμένους». Οπωσδήποτε, πρόκειται για λαθεμένη αντίληψη και πρακτική που έχει καταστροφικά αποτελέσματα για το κίνημα. Δεν μπορούμε όμως και δεν πρέπει να υπεκφύγουμε αυτή τη συζήτηση μεταξύ μας ενδίδοντας σε εύκολους χαρακτηρισμούς περί ασφαλιτών. Ούτε πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι αν θέλουμε (όσοι και όσες θέλουμε) να διατηρήσουμε διάλογο με αυτή τη νεολαία, οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί κόβουν πλήρως τις όποιες γέφυρες συνεννόησης. 



Κείμενο #5 , Από τον σφο Θανάση Καμπαγιάννη (ΤΕ Γαλατσίου - Πατησίων - Κυψέλης) 



          Ο δρόμος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Το χτίσιμο της επαναστατικής Αριστεράς έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μια σημαντική αλλαγή της αντικειμενικής κατάστασης: τα τελευταία τριάντα χρόνια οι επαναστάτες είχαν να δράσουν σε συνθήκες “σχετικής” πολιτικής ομαλότητας. Στην αφήγηση της “εθνικής ιστορίας” που διδάσκεται στα σχολεία, το 1974 ήταν το χρονικό σύνορο που διαχώριζε μια περίοδο ταραχών και ανωμαλίας από μια σύγχρονη περίοδο δημοκρατίας και κανονικότητας. Η περίοδος αυτή έχει τελειώσει οριστικά.
Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά σε μία από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας του. Για να βρούμε ιστορικές αναλογίες θα πρέπει να γυρίσουμε πολλές δεκαετίες πίσω, σε περιόδους όπως το 1941-1945 (Κατοχή και Αντίσταση), το 1963-1967 (Βασιλικό Πραξικόπημα και Ιουλιανά) και το 1973-1975 (Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση). Αυτές ήταν οι περίοδοι που έκριναν την πορεία και τελικά την ίδια τη δυνατότητα των ελλήνων καπιταλιστών να είναι κυρίαρχη τάξη τον 20ό αιώνα. Το 2010 εγκαινίασε μία τέτοια περίοδο στο σήμερα. Δεν ξέρουμε πότε ή πώς θα τελειώσει. Ξέρουμε ότι η πολιτική κρίση του συστήματος θα είναι συγκλονιστική. Ξέρουμε ότι η αντίσταση των από κάτω θα βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Ξέρουμε ακόμα ότι – σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους κρίσης που αναφέρθηκαν – η σημερινή έχει στη ρίζα της μια διεθνή καπιταλιστική κρίση που το βάθος της συγκρίνεται από αστούς αναλυτές με αυτήν του 1930. Ξέρουμε τέλος ότι η μεγαλύτερη στρατηγική επιλογή της ελληνικής κυρίαρχης τάξης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η είσοδος στην ΕΟΚ-ΕΕ, εξελίσσεται σε Τιτανικό.
Γι' αυτούς τους λόγους, το ξεπέρασμα της παρούσας κρίσης δεν θα είναι τόσο “εύκολο” όσο ήταν τις προηγούμενες φορές. Δεν είναι μόνο το πολιτικό εποικοδόμημα του παρελθόντος που κινδυνεύει με κατάρρευση σήμερα, αλλά η ίδια η κοινωνικοοικονομική βάση. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η επαναστατική και αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ελλάδα έχει να αντεπεξέλθει σε μια πρωτοφανή δοκιμασία. Έτσι πρέπει να δούμε και τα καθήκοντα του σημαντικότερου πολιτικού της φορέα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπροστά στους κρίσιμους μήνες που έχουμε μπροστά μας.
Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα, αν και έχει βαθιές ρίζες και πλούσια ιστορία, δεν κατάφερε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων του ελληνικού καπιταλισμού. Η πολιτική και οργανωτική κυριαρχία του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα ήταν αδιαφιλονίκητη (του ΚΚΕ στην Αντίσταση, της ΕΔΑ στα Ιουλιανά και των δύο ΚΚ στη Μεταπολίτευση). Ουσιαστικά, μόνο στη Μεταπολίτευση μπόρεσε η επαναστατική Αριστερά να αναδειχθεί σε μια διακριτή δύναμη, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου που έπαιξαν οι αγωνιστές της στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αλλά και τότε, οι δυνάμεις της ήταν μικρές, διάσπαρτες και πολιτικά άπειρες μπροστά στα τεράστια καθήκοντα που δημιουργούσε η εισβολή των μαζών στο προσκήνιο. Αυτό που ωστόσο κατόρθωσε ήταν να δημιουργήσει έναν πολιτικό χώρο που επηρέαζε πρωτοπόρους αγωνιστές της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ενταγμένους συνήθως στα ρεφορμιστικά κόμματα της Αριστεράς. Έτσι, όταν οι νεολαίες του ΚΚΕ εσ. και του ΚΚΕ διασπάστηκαν από τα κόμματά τους (το 1978 και το 1989 αντίστοιχα), η ύπαρξη του πολιτικού αυτού χώρου βοήθησε χιλιάδες αγωνιστές να χαράξουν αριστερή πορεία. Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009 συσπείρωσε τα καλύτερα κομμάτια της τριανταπεντάχρονης αυτής διαδρομής.
Έτσι, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συναντήθηκαν εκείνες οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς που κατάφεραν να χτίσουν στην πράξη την επαναστατική συνέχεια ανάμεσα στη Μεταπολίτευση και το σήμερα (με πρώτο το ΣΕΚ, αλλά και οργανώσεις της τροτσκιστικής και μαοϊκής Αριστεράς όπως η ΟΚΔΕ και το ΕΚΚΕ)· οι αγωνιστές που δεν υπάκουσαν στη γραμμή συγκυβέρνησης του ΚΚΕ με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το 1989 και συγκρότησαν το ΝΑΡ· αλλά και αγωνιστές με εμπειρία συμμετοχής σε δεκάδες συσπειρώσεις, σχήματα και παρεμβάσεις στους χώρους τους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με την παραδοχή ότι η πολιτικοποίηση αποτελεί πλέον μονόδρομο για τη νίκη των κοινωνικών αντιστάσεων. Το νήμα που συνδέει τις οργανώσεις και τους ανένταχτους που συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η πεποίθηση, όπως γράφεται και στην ιδρυτική της διακήρυξη, ότι “δεν υπάρχει άλλη στρατηγική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, εκτός από την κοινωνική επανάσταση και την εξουσία των εργαζόμενων... στη χώρα μας, την Ευρώπη και τον κόσμο”. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε την απόδειξη ότι οι αναφορές αυτές ανήκαν όχι σε κάποιο μακρινό παρελθόν αλλά στο παρόν και το μέλλον. Όμως όσο σημαντική κι αν ήταν αυτή η κοινή πεποίθηση και παραδοχή, η δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λογοδοτούσε στην πολιτική συγκυρία και σε συγκεκριμένες επιλογές στις οποίες οι αγωνιστές της έφτασαν μέσα από την πρακτική τους εμπειρία.
Δύο επιλογές ξεχωρίζουν: η πρώτη είναι η ρήξη με τον σεχταρισμό. Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έβαλε τέλος σε μια περίοδο εσωστρέφειας, πολυδιάσπασης και μειωμένων προσδοκιών για την επαναστατική Αριστερά. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους μικρομεγαλισμό: πρόκειται για τη στέρεη πεποίθηση ότι όταν ο χώρος αυτός παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες και τις παλεύει με μαζικούς και οργανωμένους όρους, μπορεί να επηρεάσει κομμάτια από ολόκληρη την Αριστερά μέχρι κόσμο που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία. Η μικρή ιστορία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιβεβαιώνει αυτή την αρχή. Η δεύτερη ρήξη ήταν αυτή με τη λογική του “αντινεοφιλελεύθερου μετώπου”, που ήταν μάλιστα στις δόξες της το 2008-2009 λόγω ΣΥΡΙΖΑ. Η επιμονή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην ανάδειξη του αντικαπιταλισμού δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους δογματισμό. Ήδη από το καλοκαίρι του 2009 (πριν τις εθνικές εκλογές και τη θύελλα που θα τις ακολουθούσε) γράφαμε από τις στήλες του Σοσιαλισμός από τα Κάτω,: “η κύρια αιτία της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στηρίχτηκε στην αυταπάτη πως το μέλλον περνάει από μια περίοδο σχετικά ομαλής συσπείρωσης και εκλογικής καταγραφής ενός “αντινεοφιλελεύθερου” ρεύματος... Οι εξελίξεις δείχνουν πόσο λάθος ήταν αυτή η μονομανής προσπάθεια περιορισμού των πιο ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της νέας πολιτικοποίησης, πόσο αιφνιδιάστηκε μπροστά στο άγριο τέμπο της κρίσης του καπιταλισμού ήδη από τα πρώτα ξεσπάσματα και πόσο στείρα γίνεται η προσπάθεια να ανασυγκολληθεί αυτό το μοντέλο” (Πάνος Γκαργκάνας, “Κρίση, εξέγερση και ριζοσπαστική Αριστερά”, ΣΑΚ, νο76). Τα όσα ακολούθησαν με την κρίση χρέους, το Μνημόνιο και την τριχοτόμηση του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσαν αυτή την εκτίμηση.
Πολιτική στήριξη των αγώνων
Η σημαντικότερη παρακαταθήκη από τη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι η κινηματική δράση των μελών της στους κοινωνικούς αγώνες, στο εργατικό και το φοιτητικό κίνημα. Η δράση αυτή υπήρχε και πριν τη συγκρότησή της, αν και αναμφισβήτητα ενισχύθηκε και συντονίστηκε: το παράδειγμα του “μπλοκ του Μουσείου” στις Πανεργατικές απεργίες στην Αθήνα είναι ενδεικτικό. Όμως, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πολιτική στήριξη των αγώνων, στην πολιτικοποίηση και τη συνολίκευση των επιμέρους αντιστάσεων που σε περίοδο Μνημονίου γίνεται προϋπόθεση για τη νικηφόρα εξέλιξή τους. Η συζήτηση μέσα στο κίνημα για το χρέος και τη “στάση πληρωμών” στους τραπεζίτες αξίζει μιας ειδικής αναφοράς όχι μόνο γιατί ωφέλησε πολλαπλά την αντικαπιταλιστική Αριστερά αλλά γιατί είναι δείγμα της μεθόδου που πρέπει να γενικεύσει σε όλη της την πολιτική δράση.
Όταν ξεκίνησε η συζήτηση για το χρέος, κυριαρχούσαν δύο αντιμετωπίσεις. Η μία ήταν του ΣΥΝ που στην ουσία αποδεχόταν ότι τα ελλείμματα πρέπει να μηδενιστούν και το χρέος να μειωθεί, αλλά υποστήριζε ότι τα χρήματα έπρεπε να προέλθουν από τους “έχοντες και κατέχοντες”. Η άλλη αντιμετώπιση ήταν αυτή του ΚΚΕ που δεν έβλεπε ότι το χρέος αποτελεί ένα κομβικό σημείο στο οποίο θα συμπυκνωθούν οι οικονομικές και ιδεολογικές επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης. Από τη στιγμή που η κρίση είναι καπιταλιστική, οι εργάτες δεν πρέπει να την πληρώσουν και η απάντηση βρίσκεται στην πρόταση του ΚΚΕ για “λαϊκή οικονομία”, με πρώτο απαραίτητο βήμα “ο λαός να διορθώσει την ψήφο του”. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκινούσε από πολύ πιο αδύναμες θέσεις στο εκλογικό τεραίν από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Ωστόσο, σήκωσε το γάντι στον εκβιασμό της κυβέρνησης ότι η εναλλακτική στα προγράμματα λιτότητας είναι η χρεοκοπία, βάζοντας στην ατζέντα του κινήματος μια καθαρή απάντηση, τη “στάση πληρωμών”. Ο στόχος αυτός δεν προέκυψε ως ο “μέσος όρος” ή ο “ελάχιστος παρονομαστής” των απόψεων που ακούγονταν στην Αριστερά. Υπήρξε βέβαια τέτοια πίεση για μια μίνιμουμ συμφωνία στην “επαναδιαπραγμάτευση”, μαζί με φωνές ότι η επιμονή στη στάση πληρωμών είναι σεχταρισμός. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι ο στόχος αυτός δεν έγινε ιλουστρασιόν εκλογικό πρόγραμμα, αλλά απευθύνθηκε στο εργατικό κίνημα, συζητήθηκε και ζυμώθηκε σε εκατοντάδες συνελεύσεις, εκδηλώσεις και συσκέψεις, με αποτέλεσμα να συγκεκριμενοποιηθεί σε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα: στάση πληρωμών του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, απαγόρευση απολύσεων, κοκ. Η αιχμηρότητα αυτών των αιτημάτων βοήθησε στο ξεδίπλωμα των εργατικών αντιστάσεων και έκανε τη στάση πληρωμών πλειοψηφικό ρεύμα: οι Πλατείες των Αγανακτισμένων το μετέτρεψαν σε κύριο αίτημά τους.
Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν τα πράγματα μέσα στο κίνημα αλλά και μέσα στην ίδια την Αριστερά. Αντί για αφηρημένες εκκλήσεις ενότητας ή αλλαγής της πολιτικής των ηγεσιών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνέβαλε – στο μέτρο των δυνατοτήτων της – στη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών στην πράξη. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων περιφερειακών εκλογών με τις 100.000 ψήφους για την αντικαπιταλιστική Αριστερά ήταν μόνο η φωτογραφική αποτύπωση αυτής της αλλαγής που λαμβάνει χώρα στους εργατικούς χώρους και τη νεολαία. Αλλά η στόχευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ξεπερνάει κατά πολύ την εκλογική καταγραφή. Τους επόμενους μήνες θα πρέπει να βαθύνει την πολιτική ενοποίηση του δυναμικού που συσπειρώνει και να ανοιχτεί στους χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους που βγαίνουν στον αγώνα κατά της κυβερνητικής και εργοδοτικής επίθεσης.
Οι προκλήσεις για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
1. Η πρώτη και μεγαλύτερη πρόκληση για τις αγωνίστριες και τους αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να στηρίξουν και να οργανώσουν τους αγώνες που εκδηλώνονται ήδη απέναντι στην κυβερνητική διαχείριση της επικείμενης οικονομικής χρεοκοπίας. Τα μέτωπα είναι προφανή: μάχη ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στις απολύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ενάντια στην κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων, για τη διάσωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας και υγείας απέναντι στο καταστροφικό έργο της Διαμαντοπούλου και του Λοβέρδου. Αυτοί οι αγώνες θα χρειαστεί να είναι “εμπροσθοβαρείς” και διαρκείας: κάθε επιχείρημα που θέλει σήμερα να αναβάλλει μια απεργία, μια κατάληψη ή μια κινητοποίηση για λόγους “συντήρησης δυνάμεων” είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αυτοί οι αγώνες πρέπει περαιτέρω να μην απομονωθούν. Τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης ειδικεύονται στο να μιλάνε για “προνόμια”, “στρεβλώσεις” και “συντεχνίες”. Η παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: την έμπρακτη αλληλεγγύη στα κομμάτια που αγωνίζονται, τη συνολίκευση με στόχο “να φύγουν όλοι”, Μνημόνιο, Τρόικα και Κυβέρνηση. Στα μέτωπα αυτά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή πολιτική συσπείρωση: καταρχήν όλων των κομματιών της Αριστεράς, αλλά με ιδιαίτερη φροντίδα και απεύθυνση στον κόσμο που εγκαταλείπει το ΠΑΣΟΚ, στη ραχοκοκκαλιά δηλαδή της εργατικής τάξης, η οποία πίστεψε, διαψεύστηκε και είναι τώρα διατεθειμένη να παλέψει.
2. Η δεύτερη πρόκληση είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βάλει σαν προτεραιότητα την οργάνωση τού “από τα κάτω” στους εργατικούς χώρους. Ζούμε στιγμές κινηματικής έκρηξης, οι πρωτοβουλίες και οι αντιστάσεις θα εκδηλώνονται παντού: από τις Πλατείες μέχρι τις γειτονιές, από την πάλη ενάντια στα φορολογικά χαράτσια μέχρι τους χώρους της νεολαίας. Όμως, αυτό που θα κάνει τη διαφορά είναι το πόσο οργανωμένοι και συλλογικοί θα είναι οι εργατικοί χώροι απέναντι στις επιθέσεις που θα επιχειρήσουν να τους διαλύσουν. Το Μνημόνιο είναι πάνω απ' όλα μια επιχείρηση ανατροπής του ταξικού συσχετισμού σε βάρος των κατακτήσεων της εργατικής τάξης. Εκεί είναι που θα κριθεί τελικά η σύγκρουση, όχι στους δρόμους και τις πλατείες. Την οργάνωση αυτή προφανώς δεν θα τη φέρουν σε πέρας οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Θα χρειαστεί σε κάθε χώρο να συγκροτηθεί το μαχητικό και ριζοσπαστικό κομμάτι (ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση) που θέλει να κοντράρει έμπρακτα τα κλεισίματα, τις απολύσεις, την κατάργηση των Συμβάσεων. Το κομμάτι αυτό βρίσκεται σε όλους τους εργατικούς χώρους, και όχι μόνο στα λίγα σωματεία που ελέγχει η Αριστερά (είτε μιλάμε για το ΠΑΜΕ, είτε για τον ΣΥΝ, είτε για την αντικαπιταλιστική Αριστερά ή ακόμα και την αναρχία). Οι συμβασιούχοι του Δήμου της Αθήνας που κατέλαβαν το Δημαρχείο δεν είχαν καμία σχέση, όχι με την Αριστερά, αλλά ούτε με τον συνδικαλισμό. Αυτά τα παραδείγματα θα γενικευτούν το επόμενο διάστημα. Ένας εργατικός συντονισμός από τα κάτω θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα αυτά τα κομμάτια. Έτσι μόνο θα κατορθωσει το από τα κάτω να πιέσει και τελικά να ξεπεράσει τις συμβιβασμένες ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος, δίνοντας νέα προοπτική στο κίνημα της εργατικής τάξης.
3. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει συγκινήσει χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους το προηγούμενο διάστημα. Η ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ αρχίζει να αποκτά τα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά που έχει λάβει το αίτημα της παύσης πληρωμών του ληστρικού χρέους. Αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι οποιαδήποτε υπαναχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τα αιτήματα αυτά για χάρη κάποιας ευρύτερης “αντιμνημονιακής” συσπείρωσης. Τουναντίον, είναι σήμερα ανάγκη να ξεκαθαριστεί σε πλατιές μάζες ότι το υποκείμενο της αλλαγής, που θα εκπληρώσει τα αιτήματα αυτά, δεν είναι κάποια μορφή “αριστερής κυβέρνησης” αλλά το ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα με τις πρωτότυπες δομές που αυτό θα δημιουργήσει στις στιγμές της μεγάλης έκρηξης. Μια τέτοια γραμμή δεν συνεπάγεται αναμονή και αναχωρητισμό: κάθε δυνάμωμα του “από τα κάτω” στους εργατικούς χώρους σήμερα προετοιμάζει το έμβρυο της αυριανής εναλλακτικής λύσης. Οι εργαζόμενοι της Τράπεζας της Ελλάδας που σήμερα παλεύουν για το ασφαλιστικό τους ταμείο θα χρειαστεί αύριο να ελέγξουν το μηχανογραφικό της Τράπεζας για να φρενάρουν την κερδοσκοπική φυγή των κεφαλαίων. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι σε όλους τους χώρους. Ένα τέτοιο κίνημα θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής που θα θέσει η αντικειμενική κατάσταση, θα μπορεί να αναγκάζει κυβερνήσεις ευάλωτες στην πίεση τού από τα κάτω, μέχρι να φτάσει να υλοποιήσει το ίδιο την αντικαπιταλιστική ανατροπή.
4. Η μάχη ενάντια στο Μνημόνιο δεν θα είναι συνδικαλιστική ούτε θα κριθεί μόνο από τις εξελίξεις στην οικονομία. Η ανάγκη για συναίνεση απέναντι στη διογκούμενη λαϊκη δυσαρέσκεια αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό. Το ΠΑΣΟΚ στρέφεται προς τα δεξιά του για να βρει δεκανίκια, όπως φάνηκε στην ψήφιση του νόμου-πλαίσιο για την παιδεία. Αυτές οι αναδιατάξεις θα δημιουργούν πολιτικά πεδία σύγκρουσης που το κίνημα και η Αριστερά θα πρέπει να μην αφήνουν αναπάντητα. Μια τέτοια σύγκρουση είναι η μάχη ενάντια στον ρατσισμό. Πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια αποπροσανατολισμού της ταξικής οργής και της μαχητικότητας του κόσμου σε ρατσιστικές ατραπούς, και ως τέτοια πρέπει να αναδειχτεί. Ο δισταγμός από τμήματα της Αριστεράς να δώσουν την αντιρατσιστική μάχη δίνει χώρο στην κυβέρνηση και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους φασίστες του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να πάρει σαφή και ενιαία θέση σ' αυτό το ζήτημα. Το ίδιο θα χρειαστεί στο μέτωπο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το ίδιο ακόμα θα χρειαστεί και στο πεδίο των “εθνικών θεμάτων”: οι συμμαχίες της Ελλάδας με το Ισραήλ και τα παιχνίδια του Χριστόφια με τα πετρέλαια ξανανοίγουν τους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς, με φόντο τις επαναστάσεις που συγκλονίζουν τη Μέση Ανατολή και αποσταθεροποιούν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην περιοχή. Οι εργάτες της Ελλάδας δεν πρέπει να υποστείλουν κανέναν από τους αγώνες τους σε ενδεχόμενη πολεμική ένταση με την Τουρκία. Ο διεθνισμός αποτελεί την εγγύηση ότι οι αγώνες στην Ελλάδα δεν θα βραχυκυκλωθούν από πολεμοκάπηλες περιπέτειες.
5. Τέλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ανοίξει πιο συγκροτημένα την ιδεολογική συζήτηση για τον σοσιαλισμό του 20ού και του 21ου αιώνα. Δεν πρόκειται για κάλεσμα μετατροπής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε ιδεολογική λέσχη, αλλά για αναγκαιότητα που πηγάζει από την κατάρρευση των αυταπατών εκατομμυρίων ανθρώπων για τη βιωσιμότητα του καπιταλισμού και την μαζική αναζήτηση εναλλακτικής λύσης. Ο μαρξισμός ξαναγίνεται επίκαιρος και η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να συνεισφέρει και σ' αυτό το κρίσιμο πεδίο.
Τα καθήκοντα αυτά χρειάζονται ανθρώπους και οργάνωση για να υλοποιηθούν. Η επικείμενη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποτελέσει βοηθητικό σταθμό σ' αυτή τη διαδικασία. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από το πόσο οι θέσεις της και η πολιτική συζήτηση γύρω από αυτές θα γίνουν κτήμα αγωνιστών εκτός του κύκλου των ήδη οργανωμένων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το άνοιγμα των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον κόσμο που μάχεται και κοιτάζει προς αυτήν, η προσπάθεια για μαζική εγγραφή μελών, η κοινή δράση θα είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες για να είναι η Συνδιάσκεψη μια πετυχημένη και εξώστρεφη διαδικασία, σε μια περίοδο που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε πολυτέλεια εσωστρέφειας. Για να είναι ο κόσμος αυτός πρωταγωνιστής όχι μόνο στους αγώνες αλλά και στην οικοδόμηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, χρειάζεται την πιο πλατιά δημοκρατία: την ισότιμη συμμετοχή (“ένα μέλος-μία ψήφος”) και την αναλογική δημοκρατική εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα από τους αντιπροσώπους μέχρι και τα εκλεγμένα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι μήνες που έρχονται θα αποτελέσουν ένα κρίσιμο τεστ για όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά κατόρθωσε το προηγούμενο διάστημα με τη δράση της να γίνει ένας υπαρκτός πόλος στις πολιτικές διεργασίες. Μαζί όμως με τις αυξημένες αυτές δυνατότητες, έρχονται και οι αυξημένες ευθύνες για το προς τα πού θα πάνε τα πράγματα στις στιγμές της μεγαλύτερης σύγκρουσης. Ας δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να ανταποκριθούμε σ΄αυτά τα ιστορικά καθήκοντα.






Κείμενο #4 , Από τον σφο Θάνο Ανδρίτσο (ΤΕ Αγίας Παρασκευής - Χολαργού - Παπάγου) 


Για το πολιτικό μέτωπο, τις αριστερές κυβερνήσεις και τα αντικαπιταλιστικά καθήκοντα
 Άλμα στο κενό ή  προσέγγιση με όρους πραγματικών δεδομένων της ταξικής πάλης;του Θάνου ΑνδρίτσουΗ εποχή μας, πέραν όλων των άλλων, προσδίδει  ενδιαφέροντα στοιχεία  στις συζητήσεις τόσο μέσα στην Αριστερά όσο και ευρύτερα στον εργαζόμενο κόσμο.
Το πρώτο ενδιαφέρον  στοιχείο είναι ότι οφείλεις να είσαι σαφής και ξεκάθαρος σε αυτά που λες. Πάνε τα χρόνια που πίσω από τη θεωρητική θολούρα και τις μάχες διατυπώσεων μπορούσε να κρυφτεί μια αμηχανία και μια απουσία πολιτικής και προγραμματικής τοποθέτησης. Τώρα τα ακροατήρια είναι και πιο μαζικά και πιο λαϊκά και πιο απαιτητικά. Τι λες, τι θες να κάνεις και πως; Απλά και κατανοητά. Μπορείς να το πεις; Αν όχι τράβα στη μπάντα.
Το δεύτερο είναι ότι πολλές φορές φαίνεται σαν οτιδήποτε προτείνει κάποιος, να έχει πλευρές αλήθειας και να μπορείς όταν το ακούσεις να κουνήσεις το κεφάλι σου συγκαταβατικά. Από το πιο συντηρητικό σενάριο, του «ας αλλάξει ένας υπουργός, ας γίνει κάτι λίγο τουλάχιστον να μην πεθάνουμε από την πείνα, έστω μέχρι εδώ κρατηθήκαμε, να μη χειροτερέψουμε», μέχρι το πιο ακραίο και απελπισμένο, του «να πάρω μια καραμπίνα και να τους διαλύσω όλους, θα βάλω μια μπόμπα και θα σου πω εγώ, θα τον βρω το χοντρό και θα του ρίξω μια να φοβηθούν οι άλλοι», περιέχουν στοιχεία με λογική και εκφράζουν την ανάγκη όλου του κόσμου να κάνει κάτι.
Αυτό το τελευταίο είναι και το θετικό στοιχείο. Ότι όποιος συζητά, όποιος ψάχνει να βρει μια άκρη-όχι αυτοί που φοβισμένοι κάθονται στη γωνία- ότι και να προτείνει, περιλαμβάνει σε πρώτη φάση τον μαζικό και ανυποχώρητο αγώνα ενάντια σε αυτή την κυβέρνηση. Ότι και να γίνει χειρότερα από αυτούς δε γίνεται, ας αγωνιστούμε μέχρι τέλους και θα δούμε τι θα γίνει. Αν πέσει η κυβέρνηση μπορεί να γίνει μετά αυτό που λέει ο Α ή και αυτό που λέει ο Β, ή ίσως και αυτό που σκέφτεται ο Γ.
Με αυτές τις σκέψεις θα προσπαθήσω παρακάτω να περιγράψω μια μεθοδολογία πρότασης για την υπέρβαση του σημερινού κοινωνικού αδιεξόδου. Και λέω ξανά, σε όποια πρόταση έχεις πρέπει να λες: Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί δημιουργήθηκε και βάσει αυτού τι θες να γίνει και πως.
Ποια είναι λοιπόν η σημερινή κατάσταση; Καθημερινά γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι στη χώρα μας η κοινωνική πλειοψηφία οδηγείται πραγματικά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια εξαθλίωση που όμοια της δεν έχει ζήσει καμιά άλλη γενιά μετά τον πόλεμο. Οι ελπίδες ότι πρόκειται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα σκληρών μέτρων μέχρι να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη έχουν πια εξανεμιστεί, το ίδιο και ότι η αντιλαϊκή πολιτική θα πλήξει απλά κάποιους και όχι το σύνολο των εργαζομένων. Μάλιστα, η ίδια πολιτική υιοθετείται σε όλο τον κόσμο - με την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί βέβαια ως το πειραματόζωο του κοινωνικού κανιβαλισμού και σαν τον πιο αδύναμο κρίκο εντός της Ε.Ε.- με ή χωρίς μνημόνιο, με ή χωρίς χρέος. Συμβολικά ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι μόλις λίγες μέρες πριν ο Κοέλιο, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας ανακοίνωσε την περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού. Όχι απλά παρόμοια πολιτική, αλλά ολόιδια. Το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου μετά τις διακυμάνσεις των προηγούμενων χρόνων εισέρχεται σε ένα νέο και ακόμα πιο μεγάλο κύμα ύφεσης, από το οποίο δε φαίνεται να εξέρχεται σύντομα. Η πολιτική λύση που έχουν επιλέξει οι κυρίαρχοι κύκλοι είναι ξεκάθαρη: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να διατηρήσουμε τα κέρδη μας. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Είναι όμως μόνο αυτή η εικόνα; Όχι. Γιατί είναι η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, που γιγαντιαία κινήματα, εξεγέρσεις και επαναστάσεις, κλονίζουν ΟΛΟ τον κόσμο. Και αυτό δεν είναι υπερβολή, ούτε ένεση ιστορικής αισιοδοξίας μπροστά στα δύσκολα, αλλά πραγματικότητα. Όταν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου γεμίζουν τους δρόμους και τις πλατείες, από τις αραβικές χώρες μέχρι το Λονδίνο και από την Αθήνα μέχρι τη Νέα Υόρκη, διεκδικώντας κοινωνική αλλαγή, η κατάσταση είναι σοβαρή. Στην πράξη σχεδόν το σύνολο της υφηλίου, αυτό το 99% που λένε στα πλακάτ έξω από τη Wall Street, παλεύει ενάντια σε ένα παγκόσμιο σύστημα, συνειδητά ή μη, ακόμα και αν αυτό έχει τελείως διαφορετικές μορφές από τόπο σε τόπο. Και το πιο φοβερό είναι ότι πράγματι αυτή η αίσθηση της πανκοινωνικής απεύθυνσης έχει βάση, ακόμα και αν είναι σαφές ότι η αστική τάξη δεν είναι μόνο οι δισεκατομμυριούχοι και η κρίση δεν πλήττει το ίδιο τον άνεργο και το μεσαίο στέλεχος μιας επιχείρησης. Ωστόσο η ιστορική κρίση αυτού του συστήματος, η πολιτική και οικονομική απληστία των ισχυρών στις τράπεζες και τα πολυκλαδικά μονοπώλια, κάνει αδύνατη ακόμα και τη διατήρηση αυτού του κομματιού που χωρίς να ζει μέσα σε αμύθητα κέρδη, τουλάχιστον επιβιώνει με αξιοπρέπεια και τελικά δεν επιδιώκει την ανατροπή της κατάστασης. Άρα η πολιτική λύση που φαίνεται να ψηλαφίζουν και οι κάτω είναι ξεκάθαρη και ίδια: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να επιβιώσουμε. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά και κάτι ακόμα πιο ιδιαίτερο. Και αυτό βρίσκεται στην απάντηση του ερωτήματος γιατί φτάσαμε ως εδώ. Ιστορικά η χώρα μας έχει περάσει ξανά οικονομική εξαθλίωση, φτώχεια και πείνα. Νομίζω όμως ότι πάντοτε στην πλατιά συνείδηση του κόσμου υπήρχε κάποιος λόγος. Και αυτός δεν ήταν γενικά το σύστημα, παρότι μια σοβαρή αριστερή ανάλυση σε αυτό θα κατέληγε. Τουρκοκρατία, ένα κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, πόλεμοι, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορίες, γενικά μια ταραγμένη χώρα, ένα ανώμαλο πολιτικό σύστημα, η αίσθηση για έναν καπιταλισμό που δεν έχει ακόμα ανδρωθεί, για ένα κράτος που προσπαθεί να νοικοκυρευτεί. Και αφού υπήρχε αυτή η αίσθηση έδινε και την ελπίδα για το πότε θα περάσουν αυτά. Όταν φύγει ο εχθρός, όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν πέσει ο δικτάτορας, όταν όλοι μαζί θα φτιάξουμε ένα «κανονικό κράτος». Βέβαια, όλα αυτά αποτέλεσαν και πλευρές των ιστορικών λαθών και φόβων της αριστεράς, ωστόσο αυτό δεν είναι το θέμα του κειμένου αυτού.
Τώρα ποιος φταίει; Ποιος το περίμενε ότι θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε, να υπάρχει ξανά πείνα; Χωρίς πολέμους, χωρίς καταστροφές, χωρίς βαρείς χειμώνες. Πείνα και εκατομμύρια τόνων τροφίμων να σαπίζουν απούλητα σε αποθήκες. Μα αφού φτιάξαμε ένα κράτος, αφού φτιάξαμε έναν καπιταλισμό πιο κανονικό, αφού μπήκαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς; Μπορεί να έχει ο καθένας διαφορετική άποψη, είναι η ισχυρή Ελλάδα της εξάπλωσης στα Βαλκάνια ή η ψωροκώσταινα με ένα κομπραδόρικο καπιταλισμό; Αυτά έχουν μεγάλη σημασία, ωστόσο ας τα υπερβούμε προς το παρόν. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν έπασχε από «λίγο», αλλά από «πολύ»  καπιταλισμό. Δεν ήταν ημιφεουδαρχική, πέρασε από τον δευτερογενή τομέα προς τον τριτογενή και τη σχετική αποβιομηχάνιση με τρόπο παρόμοιο με τον μισό αναπτυγμένο καπιταλισμό. Ήταν ισχυρή στο παγκόσμιο σύστημα ή αδύναμη; Ας το συζητήσουμε. Ήταν όμως σε κάθε περίπτωση πλήρως ενταγμένη σε αυτό, μέσα σε όλες τις ολοκληρώσεις (όχι από θέση ισχύος πράγμα που την έκανε διαρκώς να χάνει εντός της Ε.Ε.) με τον τρόπο που το παγκόσμιο σύστημα αλλά και η ντόπια αστική τάξη επιθυμούσε. Δεν είναι θέμα μας τι θα γινόταν αν η Ελλάδα ήταν Γερμανία. Δεν είναι και για αυτό μιλάμε.
Άρα και στην Ελλάδα και παγκόσμια οι απαντήσεις που δύσκολα και επώδυνα αρχίζουν σιγά σιγά να βρίσκουν οι αγωνιζόμενοι είναι ότι φταίει το ίδιο το σύστημα και η κρίση του. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν κατέληγε τόσο εύκολα εκεί η αυθόρμητη συνείδηση των εργαζομένων. Προφανώς αυτό δεν είναι και τώρα τόσο εύκολο και απαιτεί μεθοδική και συγκροτημένη προσπάθεια παρέμβασης. Φταίει μόνο η κυβέρνηση; Και η προηγούμενη; Και η τρόικα; Και η δίπλα χώρα; Και η ΕΕ; Και η Goldman Sachs; Και ο Κόκκαλης; Τα πράγματα είναι σαφή. Χωρίς βερμπαλισμούς, χωρίς αριστερίστικη επαναστατικολογία, χωρίς απλοϊκότητα, χωρίς κομμουνιστοφανή διδακτισμό, με τη λογική, με την λαϊκά κατανοητή σκέψη, με την επιστημονική μελέτη δεν μπορεί να υπάρξει άλλη φράση πιο σωστή από αυτή: Για τη σημερινή κατάστασή μας φταίει ο ίδιος ο καπιταλισμός, τα θεμέλια του, η οικονομία του, ο τρόπος παραγωγής του, το πολιτικό του σύστημα. Για να υπερβούμε τη σημερινή κατάσταση, για να έχουμε να φάμε, πρέπει να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να κάνουμε επανάσταση.
Σιγά το φοβερό, θα πει κάποιος. Όποτε και να σας ρωτάγαμε το ίδιο θα λέγατε, να κάνουμε επανάσταση. «Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε, ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά», λένε πολλοί. Οι ίδιοι που περιμένουν από τον λαό να πρωταγωνιστήσει, το υποβιβάζουν σαν υποδεέστερο να κατανοήσει οτιδήποτε. Σαν το μόνο που καταλαβαίνει να είναι οι εκλογές και οι ηγέτες. Αλλά και έτσι να είναι, η αριστερά τι οφείλει να κάνει; Να υποταχθεί στη μέση συνείδηση ή να κάνει βήματα για να την υπερβεί; Λαϊκά κατανοητό σημαίνει να κάνεις «τάλιρα» την πρότασή σου, να την παρουσιάσεις με πρόγραμμα και πράξεις, όχι να την αλλάξεις σε κάτι που «χωράει» μέσα στα όρια και στα διλλήματα που έχει θέσει το σύστημα και τα ΜΜΕ. Είναι παράλογο και ακατανόητο σήμερα να μιλάει κανείς για αντικαπιταλιστική επανάσταση; Και λογικό και κατανοητό είναι να περιμένουμε ότι με απλά φτιασιδώματα αυτό το σύστημα θα φτιάξει; Και ποιος καθορίζει τι είναι λογικό και τι όχι; Η Εαμική αντίσταση ήταν λογική; Το Πολυτεχνείο; Μήπως σκεφτόμαστε πως θα απαντήσουμε στα κανάλια και όχι στον εργαζόμενο κόσμο; Ε ναι λοιπόν, η πρόταση που πρέπει να έχει μια πραγματική αριστερά σήμερα δεν μπορεί να είναι εύκολη. Δύσκολη θα είναι γιατί δύσκολος και μακρύς θα είναι και ο δρόμος της ανατροπής. Αλλά εμείς δε στρατευτήκαμε για τα εύκολα.
Σημαίνει μήπως αυτό ότι η επαναστατική πρόταση ταυτίζεται με την διαρκή επαναστατικολογία; Με την επανάληψη της αναγκαιότητας της επανάστασης; Όχι. Αλλά ο λόγος δεν είναι ότι δεν «είναι της στιγμής», ή «είναι μακρινό». Αλλά γιατί πάντοτε χρειάζεται η διαμόρφωση της επαναστατικής τακτικής και η σύνδεσή της με την επαναστατική στρατηγική, γιατί χρειάζεται να γίνουν βήματα στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Και δεν είναι γενικά στρατηγική η επανάσταση. Στρατηγική μας είναι η εργατική δημοκρατία και ο κομμουνισμός. Η επανάσταση είναι το σημείο τομής της τακτικής με τη στρατηγική, το «ανώτερο» όριο της τακτικής, και το «κατώτερο» της στρατηγικής. Άρα χρειάζεται τακτική για να φτάσουμε μέχρι την επανάσταση.
Νομίζω ότι σε αυτό το επίπεδο, το παραπάνω συνοψίζεται στο καθοριστικό αίτημα για «Αντικαπιταλιστική Ανατροπή» που θέτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή δεν είναι ούτε η επανάσταση και ο κομμουνισμός, ούτε απλά ένας μαχητικός αγώνας για να πέσει η κυβέρνηση. Είναι ακριβώς η σύνδεση του σήμερα με το αύριο. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή περνάει μέσα από ένα σύνολο αιτημάτων που είναι ταυτόχρονα απόλυτα κατανοητά και αναγκαία στο σήμερα, και υιοθετούνται πλατιά από το εργατικό κίνημα. Είναι αιτήματα που δεν είναι για την αριστερά και τα συνέδρια αλλά για το πλατύ μαζικό κίνημα. Τα πιο σημαντικά από αυτά δεν είναι άλλα από την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την ρήξη- έξοδο από ευρώ και Ε.Ε., την εθνικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων και βέβαια τις αυξήσεις στους μισθούς, της συντάξεις, την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων υπηρεσιών κ.α. Το σύνολο αυτών είναι αναγκαία ΣΗΜΕΡΑ. Για να έχουμε επόμενη μέρα. Αναφαίρετο στοιχείο σε αυτά που πρέπει να καθορίζει τις διεκδικήσεις όλων των αγωνιζόμενων κομματιών είναι η πτώση αυτής της λαομίσητης κυβέρνησης, πτώση που μπορεί να γίνει από τους εργαζόμενους και το κίνημά τους εξαιρετικά άμεσα. Αυτά τα αιτήματα νομίζω ότι μπορούν να γίνουν το σύγχρονο «Ειρήνη, Γη, Ψωμί» των μπολσεβίκων (σαφώς με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση κατανοώ ότι χρειάζεται μεγαλύτερη επεξεργασία και κυρίως εργατική αποδοχή για να παίξουν το ρόλο αυτό). Δηλαδή αιτήματα επιβίωσης που είναι άμεσα αλλά ταυτόχρονα το ίδιο το σύστημα αδυνατεί να τα παραχωρήσει και για αυτό πρέπει να ανατραπεί.
Η εξέλιξη που θα υπάρχει στην ταξική πάλη δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ωστόσο εμείς πρέπει χωρίς μισόλογα και αοριστολογίες, πρέπει να λέμε τι θέλουμε, τι στόχο έχουμε. Εμείς λοιπόν έχουμε σαν κεντρικό στόχο της περιόδου την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και της αστικής πολιτικής (όπως περιγράφηκε παραπάνω) που θα κλονίσει τους συσχετισμούς και την αστική κυριαρχία και θα ανοίξει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική επανάσταση που είναι η μόνη λύση διαρκείας στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Για αυτό το στόχο έχουν μπει στη συζήτηση, διάφορα μέσα. Το πολιτικό εργατικό κίνημα είναι ο φορέας αυτού του στόχου, είναι ένα αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί, το ίδιο και η ενότητα της αριστεράς, τα διαφόρων ειδών μέτωπα που συζητιούνται, ακόμα και τα σενάρια για αριστερές κυβερνήσεις. Όλα αυτά, στα οποία θα εστιάσω στη συνέχεια, είναι ΜΕΣΑ, καλά ή κακά, αλλά όχι στόχοι. Ή τουλάχιστον για έναν επαναστάτη είναι μέσα. Για ένα ρεφορμιστή, ευρωπαϊστή ή θολωμένο με τον κυβερνητισμό αριστερό, μάλλον είναι τελικοί στόχοι  ή αυτοσκοπός. Και προσοχή, να μην παρεξηγηθώ. Δε σημαίνει αυτό ότι δεν έχουν σημασία. Στο σήμερα δεν μπορεί να αναφέρεται κάποιος στην αριστερά και να μην διαμορφώνει κάποια μετωπική πρόταση ή κάποια πρόταση διεξόδου. Είναι αναγκαίο αλλιώς κάθεσαι και βλέπεις τη κρίση να διαλύει τα πάντα.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί χρειάζονται σημαντικές μεταβολές και στο επίπεδο του κινήματος και στην αριστερά.Ένα νέο, πολιτικό, ταξικά ανασυγκροτημένο, εργατικό κίνημα είναι αυτό που θα αποτελέσει εν τέλει τον φορέα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο, ιστορικών διαστάσεων στοίχημα, για το οποίο πραγματικά όλη η Αριστερά οφείλει να συμβάλλει. Καθορίζεται από ένα συνδυασμό δημοκρατικών διαδικασιών βάσης, μαζικής εργατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης, βαθέματος του πολιτικού πλαισίου και των εργατικών διεκδικήσεων, πολύμορφων, μαχητικών και «μέχρι το τέλος» μορφών δράσης, υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού, δημιουργία νέων μορφών συνδικαλιστικής έκφρασης αλλά και αλλαγή των συσχετισμών εντός των υπαρχόντων. Άρα δεν είναι απλά οι αγώνες, ή οι ηρωικές μάχες, είναι μια επαναθεμελίωση του εργατικού κινήματος που διαβρώθηκε από το κράτος, το ρεφορμισμό, την ηττοπάθεια και την ταξική συνδιαλλαγή. Σε αυτή την υπόθεση είναι καθοριστική η πλευρά της ανατρεπτικής κοινής δράσης της αριστεράς στο κίνημα, για την οποία οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μοχθούν χρόνια ολόκληρα. Αυτό δεν είναι απλά ένας συνδικαλιστικός χειρισμός, να κάνει μια κοινή πρόταση σε ένα σωματείο η Αριστερά. Είναι πολιτική διαδικασία, όπως πολιτικό πρέπει να είναι και το εργατικό κίνημα. Προϋποθέτει μόνιμη και συνειδητή προσπάθεια μετατοπίσεων στις συνειδήσεις, υπέρβασης της στασιμότητας και του φόβου, υπεράσπιση της ανυποχώρητης μάχης και κυρίως επεξεργασία πολιτικών προτάσεων ανατρεπτικής δράσης. Με μια έννοια είναι και σχετικά αστείο να γίνονται διαρκώς προτάσεις ενότητας και εκλογικών συνεργασιών από την διαχειριστική αριστερά όταν πολύ συχνά δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε η δέσμευση ότι όλες οι δυνάμεις θα στηρίξουν από κοινού  έναν απεργιακό αγώνα.
Όσον αφορά την αριστερά,  απαιτούνται αντίστοιχα ριζικές μεταβολές. Και σαφώς η ολοένα και διογκούμενη συζήτηση για την ενότητα ή την κοινή δράση της αριστεράς ακουμπά σε μια ανάγκη που αισθάνεται όλο και περισσότερος κόσμος για μια διαφορετική απάντηση. Ωστόσο, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η ενότητα της αριστεράς μόνο ως μέσο για την επίτευξη ενός στόχου πρέπει να γίνεται αντιληπτή. Αλλιώς τι νόημα μπορεί να έχει για τον εργαζόμενο κόσμο; Για το κομματικό στέλεχος, ή αυτόν που οραματίζεται οφίτσια, ή αυτόν που φοβάται όσο τίποτε άλλο το να φύγει από την κοινοβουλευτική αγκαλιά, η αυτόν που μετράει μόνο αριθμούς στις δημοσκοπήσεις, έχει νόημα βεβαίως. Για τον εργαζόμενο όμως; Άρα συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία σαν μέσο για την επίτευξη ενός στόχου. Σαφώς και δε γίνεται τίποτα με χιλιάδες μικρά μαγαζιά που το καθένα κρατά στιβαρά για τον εαυτό του τη μαγική μαρξιστική συνταγή και περιμένει την ώρα που θα μεταμορφωθεί σε επαναστατικό κόμμα.
Τι γίνεται όμως όταν έχεις διαφορετικό στόχο; Αν θες να σχεδιάσεις ένα καινούριο σπίτι για να μείνεις, πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις το προηγούμενο. Και για να το κάνεις αυτό θα κάνεις κατεδάφιση, θα σκάψεις, θα βάλεις θεμέλια. Αν θες να το βάψεις ή να το ανακαινίσεις δε χρειάζονται αυτά, ίσα ίσα που πρέπει να προσέξεις μήπως πάθει και τίποτα και πέσει γιατί εκεί θα μείνεις και μετά. Καλοί και οι μπογιατζήδες αλλά για μετά, τώρα θέλουμε κατεδάφιση.
Χρειάζεται όμως μέτωπο; Και πέρα από το μέτωπο αγώνα, χρειάζεται και μέτωπο στα πολιτικά υποκείμενα; Ναι, χίλιες φορές ναι.  Τι χαρακτήρα πρέπει να έχει το μέτωπο; Αντιφασιστικό, αντινεοφιλελευθερο, αντιπολεμικό, αντικατοχικό, πατριωτικό; Αυτό δεν είναι υποκειμενική επιλογή. Καθορίζεται από το χαρακτήρα του αντιπάλου, την φύση της σημερινής κρίσης, το στόχο της επίθεσης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Με αυτά τα κριτήρια απαντάμε ότι αυτό στις μέρες μας πρέπει να είναι στον πυρήνα του αντικαπιταλιστικό. Ενσωματώνοντας φυσικά κορυφαίες άλλες διαστάσεις όπως η  αντιιμπεριαλιστική, η δημοκρατική διάσταση  και η οικολογική. Αυτή η ενότητα, σε αντικαπιταλιστική βάση, μπορεί να αποτελέσει το μέσο για το στόχο που θέτουμε.  Αυτή είναι που μπορεί να βοηθήσει και στο εργατικό και ευρύτερο κίνημα και στον αναγκαίο θεωρητικό επανεξοπλισμό που απαιτείται από ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό ρεύμα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα τεράστιο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να διατηρηθεί, να ενισχυθεί και βέβαια να αποκτήσει καλύτερες, πιο πολιτικές και δημοκρατικές διαδικασίες. Σαφώς, δυνάμεις και αγωνιστές που μπορούν και πρέπει να κάνουν βήματα στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, υπάρχουν και εκτός αυτής. Το θέμα όμως δεν μπορεί να είναι να διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο με βάση την υπάρχουσα τοποθέτηση στον δεδομένο χάρτη της αριστεράς, αλλά στη βάση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος να γίνουν ρήξεις, ανακατατάξεις, μετατοπίσεις, υποχωρήσεις και συγκλίσεις. Και αυτό είναι ο δρόμος που πρέπει να διαβούμε. Το πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή βάση για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο που θα αλλάξει πραγματικά το χάρτη της αριστεράς ανασυγκροτώντας, συσπειρώνοντας και ενοποιώντας σε ανώτερη βάση δυνάμεις και αγωνιστές που προέρχονται από όλο το φάσμα της αριστεράς και βεβαίως ανένταχτους.
Είναι πιθανό στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής να υπάρχουν πάρα πολλές καμπές. Μέσα σε αυτά όντως μπορεί να είναι και το θέμα της αριστερής κυβέρνησης. Πριν απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την προηγούμενη μεθοδολογία. Ότι, καλή ή κακή, μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι ο στόχος ενός επαναστάτη, ούτε και οριστική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, αλλά θα μπορούσε ίσως να είναι μια στιγμή ή ένα μέσο. Αν λοιπόν αισθανόμαστε μια πίεση από τον κόσμο για μια αριστερή κυβέρνηση που θα δώσει τη λύση, εμείς πρέπει πρώτα να απαντάμε ότι δεν θα τη δώσει. Ότι δυστυχώς, φίλε, η λύση δεν μπορεί να έρθει με την ψήφο σου, δεν μπορεί να έρθει με ένα ισχυρό ποσοστό αλλά με τον συνεχή, ανυποχώρητο επαναστατικό αγώνα. Ότι, γίνει, δε γίνει αριστερή κυβέρνηση, το παιχνίδι πάντα θα παίζεται στο δρόμο. Αν κάποιος ψάχνει για εύκολους δρόμους, αν κάποιος ψάχνει για κάποιον να εναποθέσει την ψήφο και το μέλλον του για να το διεκπεραιώσει, τότε ας βρει κάποιον άλλο. Εμείς ψεύτικες τέτοιες υποσχέσεις δε δίνουμε. Ο δρόμος που εμείς περιγράφουμε απαιτεί τη στήριξη, την πάλη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο μέχρι τέλους του εργαζόμενου λαού.
Το τι στάση θα πρέπει να έχει σε μια τέτοια περίπτωση κρίνεται σε κάθε φάση. Το βασικό όμως είναι ότι η άρνηση μιας κυβερνητικής προοπτικής δε σημαίνει ότι «φοβόμαστε να λερώσουμε τα χέρια μας», να πιάσουμε τα «δύσκολα θέματα». Οι κομμουνιστές οφείλουν πάντοτε να έχουν πρόγραμμα εξουσίας, αυτό όμως δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα εντός του καπιταλισμού. Γιατί η πρόταση εξουσίας περιλαμβάνει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που περνά μέσα από την εργατική εξουσία και την εκθεμελίωση ολόκληρου του αστικού κράτους, μέσα από την διαμόρφωση θεσμών και οργάνων εργατικού ελέγχου και εξουσίας, ενώ η κυβερνητική πρόταση περιλαμβάνει τη διαχείριση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Αν όμως το δούμε ρεαλιστικά, τι περιπτώσεις υπάρχουν;
Μια είναι να γίνει μια ενότητα της Αριστεράς σήμερα, χωρίς ιδιαίτερες προγραμματικές συγκλίσεις, σαν μια άμεση λύση ανάγκης απέναντι στην εξαθλίωση, που να βγει πρώτη στις εκλογές και να προσπαθήσει να κάνει κάποιες μεταρρυθμίσεις. Με βάση το επίπεδο των προγραμματικών διαφορών και την άρνηση ουσιαστικών επανατοποθετήσεων από τη κοινοβουλευτική αριστερά, είναι το πιθανότερο. Στην περίπτωση αυτή, όχι μόνο δεν θα βγει κερδισμένος ο λαός και δεν θα γίνουν ποτέ αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν θα προχωρήσει η υπόθεση της συνολικής ανατροπής, αλλά η αριστερά στο σύνολό της, θα έχει υποστεί μια συντριπτική και δύσκολα ανατρέψιμη ήττα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικότατο πρόσφατο παράδειγμα της Ιταλίας, που όχι απλά δεν έφερε φιλολαϊκές αλλαγές αλλά παρέδωσε για μερικά χρόνια ακόμα τη χώρα στον γελοίο Μπερλουσκόνι, ενώ το κίνημα ακόμα δεν μπορεί να συνέλθει. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι υποστηρικτές μιας τέτοιας λύσης είναι ότι όσο αριστερή και αν είναι μια κυβέρνηση αν δεν υπάρχει ένα ανατρεπτικό επαναστατικό κίνημα και δεν γίνουν ρήξεις με θεμελιώδεις πλευρές της αστικής ηγεμονίας τότε ούτε η πιο απλή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Πως μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική αν δε σταματήσουμε να πληρώνουμε αυτό το χρέος; Μπορούμε πραγματικά να ανασυγκροτήσουμε προς όφελος των εργατών την παραγωγή της Ελλάδας όσο είμαστε εντός της Ε.Ε.; Αυτά τα ερωτήματα και τα αδιέξοδα δεν είναι καθόλου μακρινά και καθόλου μικρά. Αντιθέτως κάθε ρηχή «ενότητα της Αριστεράς», κάθε «αντιμνημονιακό μέτωπο» και κάθε «νέα κυβερνητική πλειοψηφία με πυρήνα την Αριστερά» πάντα θα προσκρούουν σε αυτά και δυστυχώς ενδεχόμενη τέτοια σύγκρουσή τους θα είναι και μοιραία για το εργατικό κίνημα. Δεν είναι, επομένως, υποτίμηση των μικρών κατακτήσεων υπέρ της επανάστασης. Είναι η εκτίμηση ότι με ένα τέτοιο δρόμο δεν μπορούν να έρθουν αυτές οι μικρές κατακτήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση είναι μετά από ισχυρούς αγώνες, να πέσει η κυβέρνηση και να αναδειχτεί μια αριστερή κυβέρνηση με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα (όχι απαραίτητα με εκλογές, αλλά πιθανά και ως ντε φάκτο αποτέλεσμα μιας λαϊκής εξέγερσης), ίσως και μετά από την υλοποίηση πλευρών της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Σε αυτή την περίπτωση η στάση μας πρέπει να είναι διαφορετική αλλά νομίζω ότι και πάλι δεν πρέπει να συμμετέχουμε. Και ρωτάει κάποιος: Καλά τόσο έξυπνοι είστε εσείς (ή μήπως και ανεύθυνοι ή φοβιτσιάρηδες) ; Θα βάλετε τους ‘’ρεφορμιστές’’ στα δύσκολα και εσείς θα μείνετε αδιάφοροι στην ευκολία της αντιπολίτευσης; Κάθε άλλο! Ακριβώς επειδή δεν θα είμαστε αδιάφοροι σε μια τέτοια έκβαση και θα θέλουμε να εξελιχθεί θετικά, ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΟ  ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΥΤΟ ΘΑ ΚΡΙΝΕΤΑΙ:  Είναι προφανές ότι κάθε μέτρο εργατικού συμφέροντος και κάθε προσπάθεια αναδιανομής του πλούτου θα προσκρούει στην ίδια τη φύση του τρόπου παραγωγής ανεξάρτητα με το ποιος κατέχει την κοινοβουλευτική εξουσία. Θα απαιτείται ισχυρό εργατικό κίνημα, σκληρή σύγκρουση στα πεδία της πραγματικής εξουσίας, της παραγωγής και του κράτους και αντικαπιταλιστική αριστερά γιατί στην πράξη θα είναι επαναστατικός ο αγώνας,  ακόμα και για την υλοποίηση των θετικών πλευρών του κυβερνητικού προγράμματος. Θα πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση που διαρκώς θα μετεωρίζεται και θα ταλαντεύεται μεταξύ της ήττας και της επιστροφής στην αστική πολιτική και της οριστικής επαναστατικής ρήξης ώστε να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Δυστυχώς η ιστορία έχει δείξει ότι η μετάβαση δεν μπορεί να είναι ειρηνική και όταν η στιγμή που η επαναστατική τομή είναι αναγκαία φτάνει, αυτού του τύπου οι κυβερνήσεις είναι πολύ δύσκολο να στηρίξουν και να κατευθύνουν την επανάσταση και υποτάσσονται στην ήττα, την ηρωική θυσία αν όχι την προδοσία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη Χιλή δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτό. Άρα και εκεί η αντικαπιταλιστική αριστερά, άλλοτε θα στηρίζει, άλλοτε όχι, ωστόσο δεν θα πρέπει να συμμετέχει αλλά να αποτελεί μια συνεχή δύναμη που να βάζει τον πήχη πιο ψηλά και να μην ολιγωρεί μπροστά στα αντικαπιταλιστικά καθήκοντά της και στην διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας.
 Η τρίτη περίπτωση είναι η διαμόρφωση μιας επαναστατικής κυβέρνησης σε μια φάση ουσιαστικά μεταβατική όταν η προηγούμενη εξουσία συντρίβεται αλλά η νέα βρίσκεται ακόμα στα σπάργανά της. Σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε για το πρώτο βήμα της νέας εξουσίας όπου σαφώς η επαναστατική αριστερά θα συμμετέχει. Ωστόσο και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση οι πιο στρατηγικές κομμουνιστικές τάσεις της οφείλουν να προωθούν την λήψη της εξουσίας από τους ίδιους τους εργάτες και τα όργανά τους, να ενισχύουν την εργατική συλλογική συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση και βέβαια τις συνολικές τομές για την ισχυροποίηση της εργατικής εξουσίας, την πάταξη των αστικών προσπαθειών επανάκαμψης και το πέρασμα στον κομμουνισμό. Σαφώς τα διδάγματα από την Οκτωβριανή επανάσταση, τη νίκη της, την ηγεμονία και την απονέκρωση των Σοβιέτ είναι εξαιρετικά πολύτιμα.
Σε τόσες λέξεις επιχειρήθηκε να στοιχειοθετηθεί μια μεθοδολογία πρότασης που, κατά την άποψη μου, θα πρέπει να έχει η αντικαπιταλιστική αριστερά και να παρεμβαίνει στην κρίσιμη συζήτηση που έχει ανοίξει στον κόσμο της αριστεράς.  Φαίνεται εύκολη. Σίγουρα όχι. Αλλά πότε αυτό που ενέπνευσε και συσπείρωσε το λαό ήταν το εύκολο και όχι το κατανοητό και αναγκαίο; Και άλλωστε το γνωστό παράδειγμα του ΕΑΜ, που όλοι ξαναθυμούνται για να κρατήσουν ότι θέλουν, τι δείχνει; Ότι όταν το ΕΑΜ είχε ένα στόχο και τα μέσα για να τον κατακτήσει, ακόμα και αν αυτός φάνταζε ακατόρθωτος, συσπείρωσε εκατομμύρια απλούς ανθρώπους, νέους και νέες, εργάτες αγρότες, τους πάντες. Όταν έφτασε το σημείο που δίστασε, που μπέρδεψε τους στόχους, θόλωσε τα νερά, έκανε λάθη, τότε έφτασε τελικά να χάσει. Και μια συζήτηση για την κληρονομιά του πρέπει να κρατά όλα τα μαθήματα...
Πόσο απέχουμε;Το τελευταίο πράγμα που έχουμε να κάνουμε τώρα είναι να καταφύγουμε στις εικασίες για τις παραπάνω πιθανές εκβάσεις. Δεν είναι βέβαιο ότι μας χωρίζει πολύς χρόνος από αυτές. Το βέβαιο είναι ότι μας χωρίζει η  τεράστια προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για ένα ανατρεπτικό πολιτικό κίνημα που θα σαρώσει τον αντίπαλο, στην βάση πολιτικών αιτημάτων και στόχων.  Και εδώ δεν υπάρχουν οι αναγκαίες δεσμεύσεις και συμβολές από την κοινοβουλευτική αριστερά, ενώ ξεχειλίζει η συζήτηση για την κυβέρνηση. Μας χωρίζει το ζητούμενο  που είναι η ίδια η λαϊκή εξέγερση, η υλική-αντικειμενική προϋπόθεση (με κοινωνικούς όρους νοούμενη) για να έχει νόημα η παραπάνω συζήτηση. Διαφορετικά όλα αυτά θα θυμίζουν το γνωστό αμερικάνικο ανέκδοτο: ‘’αν είχαμε αυγά, θα κάναμε μια καταπληκτική ομελέτα αυγά με μπέικον, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε και μπέικον’’…



Κείμενο #3 , Από τον σφο Τάσο Βασιλειάδη (ΤΕ Αγίας Παρασκευής - Χολαργού - Παπάγου) 




1η Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Αναζητώντας το σημείο μη επιστροφής.
του Τάσου Βασιλειάδη
μέλος της ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αγ. Παρασκευής - Χολαργού – Παπάγου
 Αδιαμφισβήτητα, η διεξαγωγή της 1ης  Συνδιάσκεψης της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί εξ αντικειμένου τεράστιο βήμα και πολιτικό γεγονός προς τη συγκρότηση του μετώπου.  Χιλιάδες σύντροφοι και συντρόφισσες από όλοι την Ελλάδα, σε πέραν των 50 Τοπικών Επιτροπών πανελλαδικά καλούνται να συζητήσουν και να συνδιαμορφώσουν ένα πλαίσιο πολιτικών εκτιμήσεων και πολιτικών θέσεων όπως επίσης να αποφασίσουν ένα πλαίσιο οργανωτικών αρχών που θέλουμε όλοι να πιστεύουμε ότι θα λειτουργήσει προωθητικά το στρατηγικό μας σχέδιο της ανατροπής.  Ωστόσο ο τρόπος που φτάνουμε μέχρι τη Συνδιάσκεψη εξακολουθεί να θέτει υπό αίρεση, αφενός το εάν το πολιτικό αυτό γεγονός θα ξεπερνά τα όρια της  ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. επηρεάζοντας την αριστερά και το πολιτικό γίγνεσθαι στο σύνολό του, και αφετέρου το εάν θα σηματοδοτήσει σημείο μη επιστροφής για το ίδιο το μέτωπο, τη μέχρι τώρα λειτουργία του, την εσωτερική του συγκρότηση και δημοκρατία.
Κανείς οφείλει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου κατά πρώτον γιατί η διαμόρφωση των εισηγητικών κειμένων με ευθηνή του ΚΣ της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. ήταν προϊόν ενός διαλόγου αποκομμένου από τη σκέψη και τη δράση του κόσμου των τοπικών και κλαδικών της επιτροπών αλλά και την τόλμη ακόμα και ανοικτών διατυπώσεων σε σημεία που όλοι καταλαβαίνουμε ότι εξ αντικειμένου μας απασχολούν, κατά δεύτερον γιατί ο βεβιασμένος τρόπος που οργανώθηκε ο προσυνδιασκεψιακός διάλογος μέσα στο καλοκαίρι και τις λίγες ημέρες του φθινοπώρου δεν επέτρεψε σε καμία δυναμική να λειτουργήσει προωθητικά και κατά τρίτον (και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό) γιατί ο συνολικός απόηχος που αναδύεται από τις μέχρι τώρα διαδικασίες στις τοπικές επιτροπές δεν αποπνέει ούτε αέρα βαθέματος και αποσαφήνισης, ούτε αίσθηση προχωρήματος, ούτε μια βούληση τομής με το παρελθόν αλλά αντιθέτως μιας συνέχειας των αντιφατικών πεπραγμένων μας, σε ένα σπιράλ πολιτικής υποχώρησης για την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. που το εισπράττουμε και από την κοινωνία είτε το ομολογούμε είτε όχι.
Το εάν τελικά η 1η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. καταφέρει να περάσει απαρατήρητη ή αντίθετα καταφέρει να αφήσει θετικό απόηχο και παρακαταθήκη τόσο στη συνείδηση των μελών της όσο και στη συνείδηση του κόσμου της αριστεράς και των κινημάτων, είναι στο χέρι μας. Όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις υπάρχουν. Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. είναι μέτωπο και ταυτόχρονα μια κρίσιμη πολιτική συσσώρευση που αριθμεί χιλιάδες αγωνιστές πανελλαδικά όλων την ηλικιών, από όλους τους εργασιακούς χώρους που πρωτοστατούν σχεδόν σε όλα τα κινηματικά δρώμενα της περιόδου. Ως εκ τούτου δύναται με δημιουργικό τρόπο και οφείλει να επεξεργαστεί και να βαθύνει ακόμα περισσότερο το πρόγραμμα των 4 σημείων (διαγραφή χρέους – στάση πληρωμών, έξοδο από Ευρώ - ΕΕ, κρατικοποιήσεις, αναδιανομή πλούτου)  που προτείνουμε ως αντικαπιταλιστική διέξοδο από τη κρίση. Τίποτα άλλο να μην κάναμε και μόνο αυτό αν το καταφέρναμε, θα ήταν μια τεράστια συνεισφορά στο κίνημα και στην αριστερά της εποχής μας. Έπειτα, η ίδια η περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιείται η 1η Συνδιάσκεψη είναι μια κρίσιμη περίοδος, πλήρης πολιτικών και κοινωνικών αγώνων όπου τα ερωτήματα του προγράμματος και του υποκειμένου δεν είναι απλά απολήξεις μιας ιδεολογικής συζήτησης για την ανατροπή στο επέκεινα αλλά αναγκαστικές αφετηρίες μιας ανατρεπτικής αφήγησης που ξεκινά από τα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα της περιόδου και αφορά υπαρκτά άμεσα ενδεχόμενα της υλικής πραγματικότητας (χρεοκοπία, έξοδος από το ευρώ κλπ). Βέβαια από την άλλη πλευρά, η 1η Συνδιάσκεψη γίνεται και σε μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας και αμηχανίας για την αριστερά ειδικά μετά το όριο που αντιληφθήκαμε όλοι ότι έπιασε η λαϊκή αντίσταση μέσα στο καλοκαίρι. Όμως είναι στο χέρι μας αυτό το κακό κλίμα να το ανατρέψουμε και η 1η συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.  πρέπει να θέσει αυτό τον στόχο.
Έτσι βγαίνοντας από την 1ης συνδιάσκεψη, η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. καλείται όχι απλά να παίξει ρόλο αριστερής αντιπολίτευσης στα ρεφορμιστικά αριστερά κόμματα, ούτε απλά ρόλο ενορχηστρωτή κινηματικών εξάρσεων. Καλείται να διατυπώσει εκείνες τις αναγκαίες ανατρεπτικές πολιτικές προγραμματικές κατευθύνσεις ως πρόταση για το πώς συνολικά η αριστερά και ο κόσμος των κινημάτων πρέπει να κινηθεί στη κατεύθυνση ενός αριστερού μετώπου ανατροπής της κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ ανασυνθέτοντας το πολιτικό τοπίο στην αριστερά με μετατοπίσεις και αναγκαίες ρήξεις σε ένα σχέδιο ικανό να πάει τα πράγματα πολύ παραπέρα τόσο από την κατά Τσίπρα  αναπόληση των ημερών ΠΑΣΟΚικης επίπλαστης ευδαιμονίας για τους μικροαστούς, όσο και από την κατά Παπαρήγα απόδραση από το άμεσο και της ενατένισης μιας λαϊκής εξουσίας με όρους ιερατείου, σεκταρισμού και μεγαλοστομίας.
Όμως για να τα πετύχουμε όλα αυτά, πρέπει μετά το πέρας της 1ης Συνδιάσκεψης, η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να έχει σε βάθος την αυτοπεποίθηση ενός πολιτικού οργανισμού αυτού του μεγέθους και κοινωνικού εύρους που περιγράφηκε παραπάνω, που να μπορεί να υποδεχθεί και να πολιτικοποιήσει ακόμα περισσότερους αγωνιστές, που να μπορεί να υποδεχτεί περισσότερες τάσεις ή και άλλες οργανώσεις, που να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις προκειμένου να υλοποιεί μορφές κοινής δράσης αλλά και μορφές μετωπικής πολιτικής με τάσεις που προσεγγίζουν την πολιτική μας πρόταση χωρίς φυσιογνωμικές αγκυλώσεις και βέτο, που να μπορεί να εκδώσει 15ήμερη πολιτική εφημερίδα, που να μπορεί δημοκρατικά να επεξεργάζεται και να συνθέτει πολιτικές αποφάσεις εκμεταλλευόμενη με δημιουργικό τρόπο την δυναμική των αντιθέσεων που υπάρχει στο εσωτερικό της, εκμεταλλευόμενη την ύπαρξη τάσεων ακόμα και με οριζόντιο τρόπο μεταξύ των οργανωμένων σε συνιστώσες κόσμου και πάνω από όλα έχοντας τη βαθειά συνείδηση ότι οι απαιτήσεις της συγκυρίας υπερβαίνουν κατά πολύ το τι μπορεί να προσφέρει το απλό αριθμητικό άθροισμα των μελών των οργανώσεων που την απαρτίζουν. Υπ’ αυτή την έννοια εξίσου κρίσιμες με τις πολιτικές αποφάσεις της συνδιάσκεψης είναι και οι αποφάσεις για το οργανωτικό.
Να σημειώσουμε καταρχάς ότι παρ’ όλες τις υποχωρήσεις που έγιναν προκειμένου να κλίσει η πρόταση για το οργανωτικό και να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η 1η Συνδιάσκεψη, το οργανωτικό που προτείνεται από το ΚΣ της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί πολύ σπουδαίο βήμα προς τα εμπρός. Το βασικό του χαρακτηριστικό ένας / μια σύντροφος -  μία ψήφος είναι πράγμα πρωτόγνωρο στην ιστορία των πολιτικών μετώπων. Αρκεί κανείς να διαβάσει τα θετικά σχόλια τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ που συγκρούστηκαν ένα προηγούμενο διάστημα στο να μπορεί η αριστερά να λειτουργεί και να οργανώνεται δημοκρατικά σε μέτωπα με όρους βάσης και όχι κορυφής. Μένουν ωστόσο και μερικά πράγματα που πρέπει να τα ξαναδούμε όπως για παράδειγμα η εκλογή ενός 81 μελούς οργάνου πλάι στο 21 μελές Κεντρικό Συντονιστικό το καθιστά διακοσμητικό. Αυτό πρέπει να αλλάξει στη βάση του να εκλέγει η συνδιάσκεψη ένα πολυπληθές Κεντρικό Συντονιστικό και από αυτό να προκύπτει η Πολιτική Γραμματεία, το όργανο δηλαδή που θα συνεδριάζει σε εβδομαδιαία βάση στην Αθήνα.
Η υποτίμηση της οργάνωσης του μετώπου με τον επιμερισμό της εσωτερικής του δημοκρατίας με κριτήριο την εργατοπαραγωγική ένταξη των μελών του (Κλαδικές Επιτροπές) έναντι μιας λογικής επιμερισμού με κριτήριο την γεωγραφική ένταξη των μελών του με βάση τον τόπο διαμονής ή εργασίας (Τοπικές Επιτροπές) είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει. Θα ήταν πολύ πιο προωθητικό πλάι στις Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να οργανωθούν και να λειτουργήσουν ισότιμα Κλαδικές Επιτροπές αναφερόμενες τουλάχιστον στους χώρους στους οποίους το μέτωπο έχει σοβαρή παρουσία και ρόλο. Ταυτόχρονα προκειμένου να μπορεί η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να επεξεργάζεται μια κατεύθυνση για το εργατικό κίνημα πιστεύουμε ότι θα ήταν επίσης προωθητικό να στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να λειτουργήσει και γραμματεία συνδικαλιστικού με εκπροσώπους από κάθε Κλαδική. Συμφωνήσαμε όλοι να πάμε με το προτεινόμενο από το ΚΣ οργανωτικό για να συγκροτήσουμε το σώμα της 1ης συνδιάσκεψης μόνο από τοπικές επιτροπές ωστόσο τα παραπάνω είναι θέματα τα οποία πρέπει να συζητηθούν πλατιά και να αποτελέσουν αποφάσεις της 1ης συνδιάσκεψης τροποποιώντας την εισήγηση του οργανωτικού στα αντίστοιχα σημεία.
Όσο η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α παραγνωρίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας Κλαδικών Επιτροπών αυτό θα αποτελεί ταυτόχρονα  ένα διαρκές φυσιογνωμικό αντιδημοκρατικό ατόπημα και μια πηγή στρατηγικού ελλείμματος που διαρκώς θα μας θέτει  και όρια στο βάθεμα του πολικού προγράμματος και στην ανάπτυξη της λαϊκής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας όπως και προσκόμματα στο στόχο ανασύνθεσης του κοινωνικού υποκειμένου και μιας ανατρεπτικής γραμμής για το εργατικό και το συνδικαλιστικό κίνημα.
Οι Κλαδικές Επιτροπές, η οργάνωση σε πυρήνες, ΚΟΒΕΣ, αχτίδες ή τομείς με αναφορά στο εργατοπαραγωγικό μοντέλο, όλα αυτά αποτελούν κατά τη γνώμη μας μια από τις πιο σημαντικές παρακαταθήκες του Κόμματος Νέου Τύπου. Αποτέλεσαν τις πιο αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης των κομμουνιστών ιστορικά αφού μπορούσαν και μπορούν ακόμα να λειτουργούν ζυμώνοντας τις όποιες πολιτικές, κοινωνικές ή ιδεολογικές προσλαμβάνουσες των συντρόφων αναφερόμενες με ενιαίο τρόπο στον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης έτσι όπως αυτές εμφανίζονται ή προκύπτουν, με ιδιαίτερο πολλές φορές τρόπο, σε κάθε εργασιακό χώρο ή κλάδο, αποτυπώνοντας με γνήσιο τρόπο τα ενιαία ταξικά συμφέροντα του κόσμου στον οποίο αναφέρονται, διαμορφώνοντας κατ’ επέκταση αιτήματα προτεραιότητες και στοχεύσεις που καμία άλλη μορφή οργάνωσης δεν μπορεί να πετύχει. Η επίλυση τυχόν αντιθέσεων που προκύπτουν μεταξύ ταξικών συμφερόντων που ενδέχεται να αναδεικνύονται μεταξύ διαφορετικών κλάδων ή εργασιακών χώρων ήταν και είναι υπόθεση του κόμματος να το πράξει, με γνώμονα τις αφετηριακές του αναφορές στην εργατική τάξη και τα συμφέροντά της.
Αντιθέτως σε μια Τοπική Επιτροπή ενός κόμματος που τα μέλη της μπορεί να είναι ταυτόχρονα νεολαίοι, βιομηχανικοί εργάτες, οικοδόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, μικροαστοί, συνταξιούχοι είναι αδύνατον και να αποτυπωθούν ενιαία ταξικά συμφέροντα των μελών της και ταυτόχρονα έχει τόσο μικρή κοινωνική εμβέλεια και βάθος όπου αδυνατεί ακόμα και να συνολικοποιήσει κάποια κριτήρια για να επιλύσει τυχόν αντιθέσεις.  Όπου δε αυτό ιστορικά επιχειρήθηκε, η όποια συνολικοποίηση έγινε υπέρ των κριτηρίων, τα οποία μόνο τα κοινωνικά ή μορφωτικά ισχυρότερα τμήματα της τοπικής επιτροπής μπορούσαν να επιβάλλουν με όρους ηγεμονίας, στρέφοντας έτσι προς τα δεξιά την φυσιογνωμία και κατεύθυνση του κόμματος. Για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο ας αναλογιστούμε την ανισότητα με την οποία μάλλον θα εξελιχθεί μια συζήτηση ή θα ληφθεί μια απόφαση μεταξύ ενός ιατρού και ενός ανειδίκευτου εργάτη σε μια τοπική επιτροπή όταν θα καθίσουν όλοι αυτοί να εξετάσουν από κοινού βαθιά και λεπτά ζητήματα θεωρίας ή ανάλυσης της πολιτικής συγκυρίας ή προτεραιοτήτων πάνω στη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος.
Για όσους δεν έχουν πειστεί ακόμα αξίζει να δούμε λίγο την διαδρομή και των ελληνικών κομμάτων πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το ΚΚΕ στην Ελλάδα, ειδικά μετά την μεταπολίτευση όπου νομιμοποιείται η δράση του, εμφανίζεται κραταιό και ανασυγκροτημένο με αναφορά στο εργατοπαραγωγικό μοντέλο. Τα νεοσύστατα αστικά κόμματα της μεταπολίτευσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προκειμένου να μπορούν να κατισχύσουν επί του ΚΚΕ κάνουν την επιλογή να συγκροτηθούν και αυτά κατ’ εικόνα και ομοίωσή του ΚΚΕ. Στήνονται και αυτά ως Κόμματα Νέου Τύπου και φτιάχνουν τις δικές τους Κλαδικές, τις οποίες, ειδικά του ΠΑΣΟΚ, στον ΣΚΑΙ και σε άλλα νεοφιλελεύθερα πάνελ με μίσος και απαξία ακόμα μνημονεύουνε.  Και όμως μέσα σε 2-3 χρόνια την περίοδο 1985-1988, έχοντας πρώτα καταφέρει να αποδυναμώσουν το ΚΚΕ και την αριστερά εν γένει , οι κλαδικές στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ διαλύονται και φτιάχνονται τοπικές, δημοτικές και νομαρχιακές επιτροπές. Γιατί διαλύονται; Γιατί τα ταξικά συμφέροντα που συγκροτούσαν οι κλαδικές επιτροπές έλκυαν τα κόμματα σε πιο αριστερές και φιλολαϊκές θέσεις γεγονός που ήταν ανεπιθύμητο σε μια φάση διαρκούς δεξιάς στροφής των κομμάτων αυτών στον νεοφιλελευθερισμό και στον αστικό εκσυγχρονισμό αντίστοιχα. Το δυστύχημα είναι ότι το έργο παίχτηκε στη συνέχεια από την ανάποδη, όταν το ίδιο το ΚΚΕ προκειμένου να επιβιώσει στον ανταγωνισμό με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στράφηκε στο να διαλύσει τις ΚΟΒΕΣ και να φτιάξει αχτίδες με γεωγραφικά κριτήρια ολοκληρώνοντας και αυτό τη δεξιά του στροφή το 1991. Μόνο μετά τα μισά της δεκαετίας του 2000 το ΚΚΕ ξαναδοκιμάζει την συγκρότηση ΚΟΒΑς εργαζομένων σε διάφορους χώρους ή κλάδους.  
Το ερώτημα τώρα είναι τι κάνουμε εμείς. Στη βραχύβια διαδρομή της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. από το 2009 έως σήμερα οι Τοπικές Επιτροπές έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εμφάνιση και προβολή του εγχειρήματος σε τοπικό επίπεδο, αποτέλεσαν ως ένα βαθμό δίαυλο επικοινωνίας και όσμωσης με άλλους αγωνιστές της αριστεράς στις γειτονιές, στήριξαν τοπικά κινηματικά μέτωπα, αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά μας, ειδικά στην επαρχία, για το κατέβασμα στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2010, έδειξαν όμως και τα όριά τους. Έτσι ακόμα και σε εκείνες τις Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α που λειτουργούν αδιαλείπτως σε όλη την διαδρομή από το Σπόρτινγκ ως σήμερα, η συζήτηση δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από μια γενικόλογη πολιτικολογία, κακή επανάληψη των όσον διαμείβονται στο ΚΣ, όπου στο τέλος κάθε φορά καλούνταν να επικυρώσουν και να προπαγανδίσουν τις αποφάσεις του ΚΣ ως τοπικός του βραχίονας. Όπως έγραψα και παραπάνω νομίζω ότι σε τελική ανάλυση αυτό είναι και το καλύτερο που μπορούν να πετύχουν, αν τελικά δεν δώσουμε προτεραιότητα στη συγκρότηση κλαδικών επιτροπών και αν δεν αφήσουμε και τις κλαδικές και τις τοπικές επιτροπές να συζητούν ελεύθερα, να παίρνουν αποφάσεις, να προτείνουν στο ΚΣ θέσεις και να εισηγούνται ζητήματα για να συζητούνται πανελλαδικά. Αν μάλιστα δεν φύγουμε από τη λογική του βέτο και μιας αέναης συζήτησης που δεν τελειώνει ποτέ σε ζητήματα που υπάρχει διαφωνία, ούτε καν ως εκτελεστικός βραχίονας δεν θα μπορούν να λειτουργούν και αυτό το έχουμε δει σε αρκετές ΤΕ να συμβαίνει με το αντισυντροφικό και εχθρικό κλίμα να ευδοκιμεί και να ακυρώνει κάθε καλή πρόθεση για λειτουργία σε τοπικό επίπεδο. Είναι δε σημαντικό να σπάσει η κακή παράδοση που λειτουργήσαμε ως τώρα και πρώτη φορά να δοθεί η δυνατότητα στις τοπικές επιτροπές να σχηματίσουν γνώμη ψηφίζοντας τα εισηγητικά κείμενα των θέσεων και προτείνοντας τροποποιήσεις για τη συνδιάσκεψη. Ακόμα και αν καμία άποψη να μην καταγράψει συσχετισμό 2/3 είναι σημαντικό στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να καταγράφονται οι απόψεις και οι δυναμική του.
Το ερώτημα είναι σαφές. Μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πορευόμαστε μέχρι σήμερα; Πάει πολύ μακριά την υπόθεση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και της ανατροπής η σημερινή κατάσταση και οργάνωση του μετώπου; Κατά τη γνώμη μου όχι. Χρειάζεται να αλλάξουμε σελίδα. Τα ζητήματα αφορούν σε τελική ανάλυση την πολιτική μας στόχευση αλλά εξειδικεύονται και στο οργανωτικό. Όποιος απαντά ότι μπορούμε και χωρίς κλαδικές να αντεπεξέλθουμε στις προκλήσεις της περιόδου, όποιος διστάζει στο να ανοίξει διάπλατα η συζήτηση στη βάση, όποιος φοβάται τη δυναμική των αντιθέσεων, όποιος θέλει τις τοπικές επιτροπές ομάδες αφισοκόλλησης, όποιος θεωρεί ότι κατέχει όλες τις απαντήσεις στην οργάνωσή του, όποιος θέλει και μετά την 1η συνδιάσκεψη η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. να είναι όπως πριν, χαλαρή και ασυγκρότητη στη βάση - με συμφωνίες κορυφής στη καθοδήγηση, δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες ούτε στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., ούτε στο κίνημα, σε τελική ανάλυση ούτε και στον ιδιαίτερο τρόπο που βλέπει τα πράγματα η οργάνωσή του.
Αγ. Παρασκευή 10.10.2011
 Το κείμενο αυτό κατατίθεται ενόψει του προσυνδιασκεψιακού διαλόγου






Κείμενο #2 , Από τον σφο Κώστα Παπαδάκη (ΤΕ Αγίας Παρασκευής - Χολαργού - Παπάγου) για το οργανωτικό .



ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. 
ΑΡΘΡΟ 1 – ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. είναι πολιτική κίνηση της αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς και Οικολογίας με προγραμματικά πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία ενότητας. Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αναγνωρίζει τη λειτουργία και δράση στο εσωτερικό της πολιτικών οργανώσεων και ιδεολογικών ρευμάτων. Σέβεται τις διαφορές τους, συνθέτει την ιστορική εμπειρία και γνώση των ρευμάτων της αριστεράς αλλά και τη συμβολή τους, ευνοεί την ανταλλαγή ιδεών μεταξύ τους. Ζητά τη συνεισφορά τους σε πρωτοπόρες ιδέες και δράση, και αναγνωρίζει την αυτοτέλειά τους. Έχει όμως και η ίδια σχετική αυτοτέλεια από αυτές. Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. παρεμβαίνει σε όλες τις επιμέρους διαδικασίες του αντικαπιταλιστικού δυναμικού και στο ευρύτερο μαζικό κίνημα, αναγνωρίζοντας και σεβόμενη τη σχετική τους αυτοτέλεια, επιχειρώντας την όσο το δυνατό μεγαλύτερη ενοποίηση της παρέμβασής της. Παρεμβαίνει επίσης στις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις με όποιον τρόπο εξυπηρετεί την προώθηση των κινηματικών της στόχων χωρίς μεταρρυθμιστικές, κυβερνητικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
 ΑΡΘΡΟ 2 – ΜΕΛΗ
Μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γίνεται όποιος, ενταγμένος σε συνιστώσα της η ανένταχτος, : α) συμφωνεί γενικά με την πολιτική πρόταση και τη στρατηγική προοπτική της όπως αποτυπώνονται στα κείμενα της ιδρυτικής της διακήρυξης, καθώς και με τις αρχές της δημοκρατικής της συγκρότησης, β) συμμετέχει σε μια Τοπική ή Κλαδική Επιτροπή της, γ) δρα υπέρ των στόχων και σκοπών της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και δ) πληρώνει τη συνδρομή του.
 Κάθε μέλος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχει υποχρέωση να συμμετέχει στις συνεδριάσεις, εξορμήσεις, εκδηλώσεις, κινητοποιήσεις της, να υλοποιεί την πολιτική της και να την στηρίζει οικονομικά στο μέτρο των δυνάμεών του. Τα μέλη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχουν την υποχρέωση να προβάλουν την πολιτική και τις απόψεις της κατά προτεραιότητα από τις ιδιαίτερες απόψεις των ιδίων η των συνιστωσών στις οποίες ανήκουν. Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποχρεώνουν τα μέλη τους να είναι μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να θέτουν σε προτεραιότητα τη στήριξη των πολιτικών πρωτοβουλιών και εξορμήσεων της έναντι αυτών της οργάνωσής τους. 
 3. ΠΟΡΟΙ 
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. είναι αυτόνομη οικονομικά και στηρίζεται από τις συνδρομές των μελών και των συνιστωσών της, στα έσοδα από εκδηλώσεις που πραγματοποιεί και τις εισφορές φίλων της. Δεν ζητά, ούτε λαμβάνει κανενός είδους άμεση η έμμεση οικονομική επιχορήγηση από το κράτος, τα αστικά κόμματα, Ο.Τ.Α, Ν.Π.Δ.Δ, δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
4. ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ- ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ & ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ  
Τα μέλη κατανέμονται υποχρεωτικά σε Τοπικές Επιτροπές, ανάλογα με το χώρο που κατοικούν και προαιρετικά σε Κλαδικές Επιτροπές, ανάλογα με το χώρο που εργάζονται. Μπορούν να συμμετέχουν, εφόσον το επιθυμούν, και στην Τοπική και στην Κλαδική Επιτροπή του χώρου τους, αλλά για την εγγραφή τους και την εκλογή αντιπροσώπων θα συμμετέχουν μόνο στην αντίστοιχη Τοπική Επιτροπή, με βάση την αρχή ένα μέλος - μία ψήφος. Τα γεωγραφικά όρια των περιοχών κάθε Τοπική Επιτροπή και τα αντίστοιχα συνδικαλιστικά όρια κάθε Κλαδικής, καθώς και ο απαιτούμενος αριθμός μελών που απαιτείται για τη συγκρότηση νέας,  καθορίζονται σε συνεννόηση με την Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή. Διασπορά μελών σε Τοπική η Κλαδική Επιτροπή διαφορετική από τις παραπάνω δεν επιτρέπεται.
 Οι Τοπικές και Κλαδικές Κινήσεις είναι αυτές που αποφασίζουν για τη δράση τους στον χώρο δράσης τους. Δεν περιορίζονται μόνο στα θέματα που αφορούν αποκλειστικά τον χώρο δράσης τους, αλλά συζητούν για όλα τα πολιτικά θέματα της περιόδου καθώς και για τα ζητήματα που απασχολούν κεντρικά την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.
 Εάν στους τομείς αυτούς δραστηριοποιούνται ευρύτερα σχήματα, αυτοδιοικητικά, συνδικαλιστικά, περιβαλλοντικά ή άλλα στα οποία συμμετέχουν δυνάμεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, καταβάλλεται προσπάθεια η παρέμβαση στους χώρους αυτούς να μην προκαλεί συγχύσεις και να μην θίγει την ενότητα και την αυτονομία τους.
 5. ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ- ΤΡΟΠΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ & ΟΡΓΑΝΑ
 Κυρίαρχο όργανο κάθε Τοπικής ή Κλαδικής Επιτροπής αποτελεί η Συνέλευση των μελών της. Συνελεύσεις συγκαλούνται τακτικά τουλάχιστον μία φορά τον μήνα και έκτακτα μετά από απόφαση της ίδιας της συνέλευσης ή του Συντονιστικού ή αν ζητηθεί από το 1/3 των μελών τους. Οι συνελεύσεις πρέπει να είναι καλά οργανωμένες και έγκαιρα δημοσιοποιημένες (ημερομηνία, χώρος κλπ.), για να διευκολύνουν τη συμμετοχή όλων των μελών και να μην εξαντλούνται σε πρόχειρες συνεννοήσεις μεταξύ των οργανωμένων κυρίως συνιστωσών της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Οι τακτικές συνελεύσεις επιδιώκεται να διεξάγονται ταυτόχρονα σε όλες τις Τοπικές και Κλαδικές Επιτροπές για λόγους καλύτερου συντονισμού και συγχρονισμού των πολιτικών παρεμβάσεων και διαδικασιών. Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία επί των παρόντων, εφόσον δεν καθίσταται δυνατό να είναι συνθετικές και ομόφωνες με βάση τη συντροφική ανταλλαγή απόψεων και δεν θίγουν τις προγραμματικές αρχές της. Κάθε μέλος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. συμμετέχει ισότιμα στη συνέλευση και στη διαδικασία συζήτησης και απόφασης. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν και αυτούς που δεν τις ψήφισαν.
 Οι Συνελεύσεις ορίζουν Συντονιστικές Επιτροπές, τριμελείς η πενταμελείς, οι οποίες έχουν την αρμοδιότητα για το μητρώο των μελών και το αρχείο και τα υλικά της αντίστοιχης Επιτροπής, την οργάνωση των συνελεύσεων και την εισήγηση σε αυτές, την επαφή με τα κεντρικά όργανα, την οικονομική διαχείριση, την εκπροσώπηση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. στον χώρο δράσης τους, την οργάνωση των παρεμβάσεων και την υλοποίηση και εφαρμογή των αποφάσεων της Συνέλευσης της Επιτροπής.
Η Συντονιστική Επιτροπή εκλέγεται από τη Συνέλευση, η οποία ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών της, με φανερή ψηφοφορία, εάν δεν υπάρχει ομόφωνη πρόταση. Κάθε μέλος δεν μπορεί να ψηφίζει περισσότερους από έναν υποψήφιους. Σε περίπτωση που από την πρώτη ψηφοφορία δεν εκλεγούν όλα τα μέλη της Σ.Ε, η ψηφοφορία συνεχίζεται με τους λοιπούς υποψήφιους μέχρι να συμπληρωθούν οι θέσεις. Η θητεία των συντονιστικών οργάνων είναι ετήσια. Επιδιώκεται όλα τα μέλη να αναλαμβάνουν ευθύνες στα συντονιστικά όργανα.  Οι Τοπικές και Κλαδικές Συνελεύσεις έχουν δικαίωμα να ανακαλούν τα συντονιστικά τους όργανα όταν υπάρχει σοβαρός λόγος.
 6. ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ
Ανώτερο όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη που συνεδριάζει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Συγκαλείται από την απερχόμενη Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή και συζητά και αποφασίζει με βάση την εισήγησή της. Εκτιμά την διεθνή και Ελληνική πολιτική συγκυρία, χαράζει τους στόχους και κατευθύνσεις της περιόδου, αποφασίζει τις πολιτικές παρεμβάσεις, πρωτοβουλίες και τις συμμαχίες της καθώς και τον τρόπο προβολής της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. πανελλαδικά. Εκλέγει πανελλαδικό συντονιστικό, συγκροτεί ομάδες εργασίας
 Η Συνδιάσκεψη αποτελείται από αιρετούς αντιπροσώπους των Τοπικών Κινήσεων. Ο αριθμός των αντιπροσώπων ορίζεται με βάση ενιαίο πανελλαδικό μέτρο που εξασφαλίζει μια μαζική και αντιπροσωπευτική διαδικασία (αρχικά μπορεί να είναι 1 αντιπρόσωπος για κάθε 4 - παρόντα η δικαιολογημένα απόντα κατά την εκλογή, αλλά συνεπή το προηγούμενο διάστημα μέλη). Συμμετέχουν υποχρεωτικά, έστω και χωρίς την τήρηση του μέτρου, τουλάχιστον με έναν αντιπρόσωπο, όλες οι νομαρχιακές Τοπικές Επιτροπές της χώρας. Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται με φανερή ψηφοφορία, εάν δεν υπάρχει ομόφωνη πρόταση. Κάθε μέλος δεν μπορεί να ψηφίζει περισσότερους από έναν υποψήφιους. Σε περίπτωση που από την πρώτη ψηφοφορία δεν εκλεγούν όλοι οι αντιπρόσωποι, η ψηφοφορία συνεχίζεται με τους λοιπούς υποψήφιους μέχρι να συμπληρωθούν οι θέσεις. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι συμμετέχουν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη χωρίς δεσμευτικές τοπικές αποφάσεις, ελεύθεροι να διαμορφώσουν τις απόψεις τους μέσα από την ίδια την διαδικασία της και δεν ανακαλούνται.
 Οι αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία επί των παρόντων, εφόσον δεν καθίσταται δυνατό να είναι συνθετικές και ομόφωνες με βάση τη συντροφική ανταλλαγή απόψεων και δεν θίγουν τις προγραμματικές αρχές της. Κάθε αντιπρόσωπος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. συμμετέχει ισότιμα στη συνέλευση και στη διαδικασία συζήτησης και απόφασης. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν και αυτούς που δεν τις ψήφισαν.
 7. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 
Από Συνδιάσκεψη σε Συνδιάσκεψη ανώτερο όργανο είναι το Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή (Κ.Σ.Ε.) της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Η Κ.Σ.Ε. αποτελείται από 21 μέλη, συνεδριάζει τακτικά και έχει την βασική ευθύνη της πολιτικής λειτουργίας, οργάνωσης και υλοποίησης των αποφάσεων της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης και εκπροσώπησης της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. μέχρι την επόμενη Συνδιάσκεψη. Η έδρα της είναι στην Αθήνα, οι συνεδριάσεις της είναι ανοικτές για τα μέλη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και οι αποφάσεις της, που λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία επί των παρόντων, εφόσον δεν καθίσταται δυνατό να είναι συνθετικές και ομόφωνες με βάση τη συντροφική ανταλλαγή απόψεων και δεν θίγουν τις προγραμματικές αρχές της, δημοσιοποιούνται. Με ευθύνη της επίσης λειτουργεί ιστοσελίδα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., στην οποία αναρτώνται άμεσα όλες οι αποφάσεις της, οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις, οι αφίσσες και κάθε άλλο μέσο προβολής της πολιτικής της, καθώς και κείμενα εσωτερικού διαλόγου μελών της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Η Κ.Σ.Ε. μπορεί να συγκροτεί ομάδες εργασίας και να ζητά κάθε είδους βοήθεια από οποιοδήποτε μέλος. Μπορεί επίσης να καλεί πανελλαδικά ή ανά περιοχή τις Συντονιστικές Επιτροπές των Τοπικών και Κλαδικών Επιτροπών σε ανοιχτή κοινή συνεδρίαση για την καλύτερη οργάνωση της δουλειάς σε συγκεκριμένα μέτωπα. Η Κ.Σ.Ε. εκλέγεται από την Συνδιάσκεψη με τρόπο ανάλογο με αυτόν για την εκλογή αντιπροσώπων, δηλαδή με φανερή ψηφοφορία, εάν δεν υπάρχει ομόφωνη πρόταση. Εκλόγιμο είναι κάθε προτεινόμενο μέλος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, είτε είναι αντιπρόσωπος, είτε όχι. Κάθε μέλος δεν μπορεί να ψηφίζει περισσότερους από έναν υποψήφιους. Σε περίπτωση που από την πρώτη ψηφοφορία δεν εκλεγούν όλα τα μέλη της Κ.Σ.Ε., η ψηφοφορία συνεχίζεται με τους λοιπούς υποψήφιους μέχρι να συμπληρωθούν οι θέσεις. Η εκλογή είναι προσωπική. Τα εκλεγμένα μέλη δεν εκπροσωπούν συνιστώσες και είναι υπόλογοι μόνο στη Συνδιάσκεψη. Συμμετέχουν στην Κ.Σ.Ε. χωρίς δεσμευτικές αποφάσεις, ελεύθερα να διαμορφώσουν τις απόψεις τους μέσα από την ίδια την διαδικασία της και δεν ανακαλούνται.
 8. ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΑ

Από την Συνδιάσκεψη επίσης μπορεί να εκλέγεται Πανελλαδικό Συντονιστικό, το οποίο μπορεί να αποτελείται από 101 συντρόφους και συντρόφισσες και να συγκαλείται 2 φορές τον χρόνο προκειμένου να εκτιμήσει την περίοδο και να αποφασίσει τις παρεμβάσεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να συγκαλούνται Περιφερειακές Συνδιασκέψεις, οι οποίες εξειδικεύουν τις κεντρικές αποφάσεις, εκλέγοντας το δικό τους Περιφερειακό Συντονιστικό Συμβούλιο. Οι περιφερειακές συνδιασκέψεις πραγματοποιούνται με διαδικασίες που αποφασίζουν τα μέλη και οι Επιτροπές Βάσης τους, σε συνεννόηση με τα πανελλαδικά όργανα.

Κείμενο #1 , Από τον σφο Κώστα Παπαδάκη (ΤΕ Αγίας Παρασκευής - Χολαργού - Παπάγου)  .
Το κείμενο που ακολουθεί στο τέλος είχε γραφτεί στην αρχική του μορφή (όλο με πλάγια γράμματα) τον Αύγουστο 2011, πριν ακόμη οι διεργασίες στο συντονιστικό καταλήξουν σε ένα ενιαίο κείμενο και λάμβανε υπόψη του τα τότε δύο υπάρχοντα ως βάση συζήτησης. Είχε σταλεί στο συντονιστικό ως συμβολή στον διάλογο.
 Συνοδευόταν από μία δική μου πρόταση σχεδίου καταστατικού, που είχε επίσης συνυποβληθεί στο συντονιστικό. Ηδη σήμερα το υπάρχον ενιαίο κείμενο εισήγησης καλύπτει και μένα σε πολλά σημαντικά ζητήματα και έχει λάβει υπόψη του και τις δικές μου προτάσεις (κατάργηση μυστικών ψηφοφοριών για εκλογές οργάνων, κατάργηση ποσοστώσεων, αναλογικοποίηση μέτρων ψηφοφοριών κ.λ.π.) Παραμένουν όμως σημεία διαφωνιών και σημεία ασαφειών της υπάρχουσας πρότασης. Δεν θα σταθώ σε «στρατηγικές» διαφωνίες μου, που γνωρίζω ότι δεν θα έχουν τύχη (π.χ. κίνηση αντί για μέτωπο, ρητή αναγνώριση προτεραιότητας της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έναντι των συνιστωσών της κ.λ.π., συμμετοχή όλων των μελών στην πανελλαδική συνδιάσκεψη και όχι εκλογή αντιπροσώπων). Αυτές αποτυπώνονται στην προηγούμενη πρότασή μου και σέβομαι την σαφώς πλειοψηφούσα αντίθετη άποψη, άρα δεν τις θέτω προς νέα συζήτηση, τουλάχιστον πριν τη συνδιάσκεψη. Θα σταθώ σε όσα σημεία θεωρώ επανορθώσιμα στα πλαίσια της υπάρχουσας σύνθεσης απόψεων. 1. Κριτήρια ένταξης μελών σε τοπικές επιτροπές. Το προτεινόμενο κείμενο δεν αποσαφηνίζει, ούτε καν διατυπώνει κανένα κριτήριο ένταξης. Δίνει έτσι τη δυνατότητα σε κάθε συνιστώσα να διασπείρει τα μέλη της σε όποια τοπική επιτροπή θέλει να παρεμβαίνει, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία της. Αν αυτό είναι ηθελημένο έχω σοβαρή πολιτική διαφωνία. Αν όχι πρέπει να αποσαφηνισθεί και μάλιστα άμεσα ώστε η εκλογή αντιπροσώπων στις τοπικές επιτροπές να μην γίνει από «ετεροδημότες». Η πρότασή μου για αναδιατύπωση :
 «Τα μέλη κατανέμονται υποχρεωτικά σε Τοπικές Επιτροπές, ανάλογα με το χώρο που κατοικούν και προαιρετικά σε Κλαδικές Επιτροπές, ανάλογα με το χώρο που εργάζονται.»
 2. Αυξημένες πλειοψηφίες Οι αυξημένες πλειοψηφίες για λήψη αποφάσεων μπλοκάρουν τη λειτουργία των οργάνων και νομιμοποιούν τα “veto”. Οπου δεν αποφασίζονται πράγματα που αλλοιώνουν τις προγραμματικές μας αρχές, αρκεί απλή πλειοψηφία, αφού εξαντλείται η προσπάθεια ομοφωνίας.
 Συνεπώς η πρόβλεψη «ενισχυμένης πλειοψηφίας των 2/3 για σημαντικά ζητήματα» λειτουργεί στην κατεύθυνση αυτή και επιπλέον προσθέτει και το ζήτημα της αοριστίας της έννοιας των σημαντικών ζητημάτων.
 Ποια είναι αλήθεια τα «ασήμαντα» ζητήματα ; Η διοργάνωση μιάς τοπικής εκδήλωσης και το πάνελ της, η επιλογή σύμμαχων πολιτικών δυνάμεων στον χώρο δράσης, η συμμετοχή σε μία πολυτασική πολιτική ομάδα η δημοτική κίνηση ; Ποιος θα κρίνει με ποια πλειοψηφία θα παρθούν ; Και αν οι παραπάνω αποφάσεις είναι σημαντικές για ποιες μένει η απλή πλειοψηφία ; Η επιλογή της ώρας αφισσοκόλλησης ; Η πρότασή μου : Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία επί των παρόντων, εφόσον δεν καθίσταται δυνατό να είναι συνθετικές και ομόφωνες με βάση τη συντροφική ανταλλαγή απόψεων και δεν θίγουν τις προγραμματικές αρχές της. Κάθε μέλος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. συμμετέχει ισότιμα στη συνέλευση και στη διαδικασία συζήτησης και απόφασης. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν και αυτούς που δεν τις ψήφισαν.
 3. Ποιοι εκλέγονται στην Κ.Σ.Ε. και το Π.Σ. Είχα προτείνει : Η Κ.Σ.Ε. εκλέγεται από την Συνδιάσκεψη με τρόπο ανάλογο με αυτόν για την εκλογή αντιπροσώπων, δηλαδή με φανερή ψηφοφορία, εάν δεν υπάρχει ομόφωνη πρόταση. Εκλόγιμο είναι κάθε προτεινόμενο μέλος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α, είτε είναι αντιπρόσωπος, είτε όχι.
 Η πρόταση αυτή αποκαθιστά τυχόν αστοχίες στην εκλογή αντιπροσώπων, που είναι πιθανόν εξαιτίας της «μάχης συσχετισμών» να αποκλείσουν από τη συνδιάσκεψη μέλη ικανά κατά την κρίση της να προσφέρουν σε κεντρικό επίπεδο. Εξουδετερώνει τις συνέπειες στοχευμένων αποκλεισμών, καθιστά τη συνδιάσκεψη όντως «ανώτερο όργανο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.» και αποτρέπει την ομοσπονδιοποίησή της.
 Και στο σημείο αυτό το προτεινόμενο κείμενο δεν αποσαφηνίζει εάν εκλέγονται και μη αντιπρόσωποι. Αν δεν γίνει και αυτό άμεσα, θα αποτελέσει πηγή προβλημάτων. Εμμένω στην πρότασή μου. 4. Ένα μέλος, μία ψήφος….. Προέκταση αυτονόητη αυτού είναι και το …..ένας ψηφιζόμενος. Όταν οι ψηφοφορίες είναι αναπόφευκτες, τουλάχιστον να είναι αναλογικές. Αλλιώς, η δυνατότητα «πολυσταυρίας» διαμορφώνει πεδία μικροσυμμαχιών, ομαδοποιήσεις, αρνητικό ψυχολογικό κλίμα, αποκλεισμούς κ.λ.π. Συνεπώς προτείνω : Κάθε μέλος δεν μπορεί να ψηφίζει περισσότερους από έναν υποψήφιους. Σε περίπτωση που από την πρώτη ψηφοφορία δεν εκλεγούν όλα τα μέλη της Κ.Σ.Ε., η ψηφοφορία συνεχίζεται με τους λοιπούς υποψήφιους μέχρι να συμπληρωθούν οι θέσεις.
 5. Η δημοκρατία των παρόντων Ο υπολογισμός του μέτρου των αντιπροσώπων επί των παρόντων δημιουργεί τον κίνδυνο μη συνυπολογισμού στο μέτρο μελών που συγκυριακά και ίσως δικαιολογημένα απουσιάζουν από την συνέλευση. Επί πλέον προνομιοποιεί τις εγγραφές της τελευταίας στιγμής απέναντι σε συντρόφους με σταθερότερη παρουσία. Προτείνω : Ο αριθμός των αντιπροσώπων ορίζεται με βάση ενιαίο πανελλαδικό μέτρο που εξασφαλίζει μια μαζική και αντιπροσωπευτική διαδικασία (αρχικά μπορεί να είναι 1 αντιπρόσωπος για κάθε 3 - παρόντα η δικαιολογημένα απόντα κατά την εκλογή, αλλά συνεπή το προηγούμενο διάστημα μέλη). 6. Η αντιπροσώπευση των οργανώσεων και των περιφερειών α) Το ένστικτο αυτοσυντήρησης των συνιστωσών προσέθεσε τον ορισμό «μέχρι 7» αντιπροσώπων στον αριθμό των εκλεγμένων αντιπροσώπων στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη και ενός τουλάχιστον στην Κ.Σ.Ε. Καταργήθηκαν (ορθώς) οι ποσοστώσεις υπέρ των ανένταχτων και προστέθηκαν υπέρ των οργανώσεων. Συνεπώς τα μισά ίσως μέλη της Κ.Σ.Ε. και «μέχρι 70 μέλη» της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης θα μετέχουν χωρίς να έχουν εκλεγεί.
 Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. των μελών, η προσωπική εκλογή και η αναφορά των μελών της Κ.Σ.Ε. μόνο στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη πάνε περίπατο. Προτείνω την πλήρη κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών και την απαλλαγή των οργάνων της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. από αυτά τα βαρίδια. β) Επίσης, στο δικό μου σχέδιο είχα προτείνει την καθιέρωση ενός άλλου είδους «ποσόστωσης» για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη :
 «Συμμετέχουν υποχρεωτικά, έστω και χωρίς την τήρηση του μέτρου, τουλάχιστον με έναν αντιπρόσωπο, όλες οι νομαρχιακές Τοπικές Επιτροπές της χώρας.» Οι λόγοι προφανείς. Στην πανελλαδική συνδιάσκεψη πρέπει να εκπροσωπείται όλη η περιφέρεια. Επίσης για τον ίδιο λόγο είχα προτείνει : Σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να συγκαλούνται Περιφερειακές Συνδιασκέψεις, οι οποίες εξειδικεύουν τις κεντρικές αποφάσεις, εκλέγοντας το δικό τους Περιφερειακό Συντονιστικό Συμβούλιο. Οι περιφερειακές συνδιασκέψεις πραγματοποιούνται με διαδικασίες που αποφασίζουν τα μέλη και οι Επιτροπές Βάσης τους, σε συνεννόηση με τα πανελλαδικά όργανα. Το προτεινόμενο κείμενο δεν περιέχει τίποτε από τα δύο. Γιατί ;  Αθήνα, 10/10/2011 Κώστας Παπαδάκης  ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΘΕΛΟΥΜΕ  Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε ένα καταστατικό, το οποίο πρώτα από όλα να σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. με κύρια σημεία την ένταξή της στη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αριστερά και τον ενωτικό, συνθετικό και υπερβατικό της χαρακτήρα.
 Στη συνέχεια να ιδρύει πράγματι την «ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. των μελών», δίνοντας προτεραιότητα στη συνισταμένη αντί στις συνιστώσες και απελευθερώνοντας τη δυναμική των μελών της, αντί να αποτελεί βαρίδι τους.
 Να κατοχυρώνει την κυριαρχία των άμεσων μαζικών της οργάνων απέναντι στα όργανα αντιπροσώπων αλλά και να ισχυροποιεί τα τελευταία για τις ανάγκες των πολιτικών παρεμβάσεων. Να μην φοβάται τον εσωτερικό διάλογο και την αντιπαράθεση, αλλά και να μην τα προτάσσει απέναντι στην ανάγκη εξωστρεφών παρεμβάσεων. Να στηρίζεται στις αρχές της συντροφικότητας και της εμπιστοσύνης και όχι σε μετωπικές, πρόσκαιρες η μη συνεργασίες ομάδων και συνιστωσών. Να σέβεται τη διαφορετικότητα των απόψεων, αλλά όχι να παραλύει απέναντί της. Να δημιουργεί όργανα βιώσιμα και όχι να καταγράφει απλώς ευγενείς επιθυμίες. Να είναι γραμμένο απλά χωρίς βερμπαλισμούς και ξύλινη γλώσσα, με ενότητα γραφής και ορολογιών. Να προσανατολίζει στην κοινωνική παρέμβαση και όχι να δημιουργεί πεδία εσωτερικών τριβών. Σε ένα τέτοιο καταστατικό δεν έχουν θέση : Η λέξη «μέτωπο» διότι ακυρώνει όλα τα επόμενα (και οφείλω να ομολογήσω ότι και στα δύο προτεινόμενα κείμενα, παρότι γραμμένα από συνιστώσες υπάρχουν προχωρημένες διατάξεις που οδηγούν στην  «ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. των μελών». Οι μυστικές ψηφοφορίες, τα ψηφοδέλτια και οι σταυροδοσίες διότι μας εντάσσουν στον αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής, τραυματίζουν την αρχή της συντροφικότητας και της εμπιστοσύνης, ευτελίζουν τις διαδικασίες εκλογής και διαμορφώνουν πεδίο ίντριγκας και συναλλαγής παραγόντων και συνιστωσών.
 Προσέξτε ιδιαίτερα τη δυνατότητα εκλογής από τη συνδιάσκεψη στο συντονιστικό μη αντιπροσώπου, που προτείνω. Οι ποσοστώσεις, διότι πέρα από τα παραπάνω αλλοιώνουν τη σύνθεση των οργάνων και ευτελίζουν τους ανένταχτους καθιστώντας τους πολιτικά ΑΜΕΑ, πράγμα που ούτε γίνεται δεκτό, ούτε επιτρέπεται από κανέναν ανένταχτο. Οι αυξημένες πλειοψηφίες, που μπλοκάρουν τη λειτουργία των οργάνων και νομιμοποιούν τα “veto”. Οπου δεν αποφασίζονται πράγματα που αλλοιώνουν τις προγραμματικές μας αρχές, αρκεί απλή πλειοψηφία, αφού εξαντλείται η προσπάθεια ομοφωνίας.
 Εχουν θέση : Η ξεκάθαρη οριοθέτηση του φυσικού πεδίου της ιδιότητας του μέλους και η προτεραιότητα συγκρότησης σε τοπικό επίπεδο, η φανερή και δημόσια εσωτερική συμπεριφορά των μελών, η προσωπική εκλογή μελών Σ.Ε. και αντιπροσώπων, η δέσμευση όλων από τις αποφάσεις, η προτεραιότητα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έναντι των «συνιστωσών», η οικονομική της αυτονομία από το κράτος (ένα θέμα που δεν θίγεται στα προτεινόμενα κείμενα) και η εξυπηρέτηση της ανάγκης συντονισμού σε όλα τα επίπεδα λειτουργία της. Αυτά προσπαθώ να υπηρετήσω με τη δική μου πρόταση, που είναι ανοιχτή σε κάθε παρατήρηση, επισήμανση και προσθήκη που τις υπηρετεί. Τέλος, να πώ ότι θεωρώ ανέφικτη την εκλογή και λειτουργία Πανελλαδικού Συντονιστικού παρά την αναμφισβήτητη ανάγκη που επέβαλε την πρότασή του. Η πείρα δείχνει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια περισσοτέρων του ενός «καθοδηγητικού» οργάνου και ότι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το συντονιστικό της Αθήνας. Αλλωστε αν είναι να λειτουργεί  «μία – δύο φορές τον χρόνο», στην ουσία δεν κάνει τίποτε παραπάνω από την πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Αθήνα, 2/8/2011 Κώστας Παπαδάκης